Δύναμη στην ενημέρωση.... ποιότητα στην ψυχαγωγία

Γεθσημανή: Τα Εγκώμια προς τη Θεοτόκο στο Θεομητορικό Μνήμα

Σε κατανυκτικό κλίμα πραγματοποιήθηκε το απόγευμα της Τετάρτης 27 Αυγούστου 2025 (14 Αυγούστου 2025 με το παλαιό εορτολόγιο), παραμονή της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, η κάθοδος της Αγιοταφιτικής Αδελφότητας από το Κεντρικό Μοναστήρι στο Ιερό Προσκύνημα της Γεθσημανής, για την τελετή των Εγκωμίων προς την Υπεραγία Θεοτόκο.

Η ιδιαίτερα συγκινητική και μεγαλοπρεπής αυτή τελετή, μοναδική στο είδος της, κατέχει ξεχωριστή θέση στην τυπική και προσκυνηματική τάξη της Σιωνίτιδος Εκκλησίας.

Της τελετής προηγήθηκε Ιερά Αγρυπνία στο Πάνσεπτο Θεομητορικό Μνήμα, της οποίας προεξήρχε ο Ηγούμενος του Προσκυνήματος Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ελενουπόλεως κ. Ιωακείμ.

Η ιερά πομπή, συνοδευόμενη από τον Γενικό Πρόξενο της Ελλάδος στα Ιεροσόλυμα κ. Δημήτριο Αγγελοσόπουλο, διέσχισε την Παλιά Πόλη των Ιεροσολύμων, μέσω της Οδού του Μαρτυρίου (Via Dolorosa). Κατά τη διάρκεια της διαδρομής την υποδέχτηκαν οι Ηγούμενοι των Ιερών Μονών: Αρχιμανδρίτης π. Αμφιλόχιος στη Μονή Αγίου Χαραλάμπους, ο Αρχιμανδρίτης π. Διονύσιος στη Μονή Πραιτωρίου, ο Αρχιμανδρίτης π. Μελέτιος στη Μονή των Αγίων Θεοπατόρων Ιωακείμ και Άννης, και ο Αρχιμανδρίτης π. Επιφάνιος στη Μονή Αγίου Στεφάνου, έξω από τα τείχη, στην αρχή της κοιλάδας του Ιωσαφάτ.

Όταν η πομπή έφτασε στη Γεθσημανή, ο Μακαριώτατος Πατριάρχης Ιεροσολύμων κ.κ. Θεόφιλος ευλόγησε την Αγία Είσοδο και αμέσως η συνοδεία κατευθύνθηκε προς το μέσο του Ναού, ενώ οι ψάλτες έψαλαν ««Ἐν τῇ γεννήσει τήν παρθενίαν ἐφύλαξας…». Εκεί, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων, οι Αρχιερείς και οι Ιερείς προσκύνησαν το Θεομητορικό Μνήμα και φόρεσαν τα άμφια τους, ενώ ο Πρωτοψάλτης του Πανίερου Ναού της Αναστάσεως, διάκονος π. Ευστάθιος, έψαλε το «Ἄνωθεν οἱ προφῆται Σέ προκατήγγειλαν…».

Με την ευλογία του Μακαριωτάτου, ο Θεομητορικός Επιτάφιος μεταφέρθηκε από το παρεκκλήσιο της Πλατυτέρας στο κέντρο του Ναού και ξεκίνησε η ακολουθία των Εγκωμίων, σύμφωνα με το καθιερωμένο Τυπικό, σε τρεις στάσεις:

Πρώτη στάση: «Ἡ ζωή ἐν τάφῳ κατετέθης, βαβαί…».

Δεύτερη στάση:  «Ἄξιόν ἐστιν μεγαλύνειν Σέ, τήν Θεοτόκον…».

Τρίτη στάση: «Αἱ γενεαί πᾶσαι ὕμνον τῇ ταφῇ σου προσάγουσι, Παρθένε….».

Στην πρώτη στάση ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων θυμίασε τον τάφο και το εκκλησίασμα, ενώ στη δεύτερη και τρίτη στάση θυμίασαν οι Αρχιερείς.

Μετά τα ευλογητάρια, ο Γέρων Αρχιγραμματέας, Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντίνης κ. Αρίσταρχος κήρυξε τον θείο λόγο προς το εκκλησίασμα που αποτελούνταν από μοναχούς, μοναχές της περιοχής και λίγους Έλληνες προσκυνητές.

Ο Σεβασμιώτατος αναφέρθηκε στο πρόσωπο της Παναγίας, επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι με την απόλυτη υπακοή και αγνότητά της έγινε συνεργός του Θεού στο σχέδιο της σωτηρίας του ανθρώπου.

Κλείνοντας, κάλεσε τους πιστούς να μιμηθούν τις αρετές της Παναγίας ώστε με τις ικεσίες Της να καταστούν συγκληρονόμοι της Βασιλείας του Θεού.

Αναλυτικά ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντίνης κ. Αρίσταρχος ανέφερε:

«Μακαριώτατε Πάτερ καί Δέσποτα,

Σεβασμία τῶν Ἱεραρχῶν χορεία,

κ. Γενικέ Πρόξενε τῆς Ἑλλάδος,

Σεβαστοί Πατέρες,

Εὐλαβεῖς προσκυνηταί,

Σεπτή, αἰδέσιμη καί σεβάσμια, ἅμα δέ κατανυκτική καί  εὐφρόσυνη εἶναι ἡ ἑορτή πού ἑορτάζει σήμερα προοιμιακῶς ἡ ἀνά τήν οἰκουμένη μία, ἁγία, Ὀρθόδοξος Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Ἑορτάζει τήν ἑορτή τῆς ἐνδόξου Κοιμήσεως τῆς πάνυ ὑπερευλογημένης ἐνδόξου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας. Κατ’ ἐξοχήν ὅμως ἑορτάζει  τήν ἑορτή αὐτή ἡ Μήτηρ τῶν Ἐκκλησιῶν, Σιών ἡ ἁγία, «ἡ δεξαμένη πρώτη ἄφεσιν ἁμαρτιῶν διά τῆς Ἀναστάσεως», διότι  ἡ Θεοτόκος, καρπός τῆς κοιλίας τῶν ἁγίων ἀτέκνων πρίν Θεοπατόρων Ἰωακείμ καί Ἄννης, ἐγεννήθη, ἔζησε, ἐκοιμήθη, ἐνεταφιάσθη εἰς τά χώματα τῆς Ἁγίας Γῆς καί ἐξ αὐτῶν στόν οὐρανό μετέστη.

Γιά τό λόγο τοῦτο μέ εὐλάβεια βαθεία καί σεβασμό πολύ, εὑρισκόμαστε σήμερα εἰς «Γεθσημανῆν τό χωρίον». Ἱστάμεθα ἐνώπιον τοῦ Θεομητορικοῦ Μνήματος καί πέριξ τοῦ σεπτοῦ ἐπιταφίου σκηνώματος τῆς Παρθένου, ὄντες εὐγνώμονες, μνήμονες ἐκείνης ὡς ὑποδείγματος ἁγνότητος, καθαρότητος καί ἁγιότητος, ἁγίας καί παναγίας ζωῆς, ἀνταποκρίσεως καί ὑπακοῆς ἀδιακρίτου στήν κλήση τοῦ Θεοῦ πρός ἐκείνη. Γιατί ὁ Θεός τήν ἐπέλεξε, τήν προόρισε καί προσεκάλεσε  σέ «συνεργία», δηλαδή νά γίνει συνεργός Του στό ἔργο Του τῆς «παγκοσμίου σωτηρίας καί θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου», νά δανείσει ἀπό τή σάρκα της σάρκα στόν πρίν ἄσαρκο Μονογενή Υἱό καί Λόγο Του. Γιά τό ἔργο τοῦτο ὁ Θεός προετοίμαζε τόν παλαιό Ἰσραήλ «μέ ρήσεις προφητῶν καί αἰνίγματα, τά ὁποῖα ὑπέφηναν (ὑπεδήλωναν) τήν ἐκ Παρθένου σάρκωση τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό τά πολυάριθμα ὀλίγα μόνο εἶναι ἡ  φλεγομένη καί μή καιομένη βάτος τοῦ Ὄρους Σινᾶ, τήν ὁποία εἶδε ὁ Θεόπτης Μωϋσῆς . Ἡ κλῖμαξ, τήν ὁποία εἶδε ὁ Ἰακώβ στή Βαιθήλ καί ἐπί τῆς ὁποίας ἀνέβαιναν καί κατέβαιναν ἄγγελοι. Ἡ Ἐρυθρά θάλασσα, διά τῆς ὁποίας «ἀβρόχοις ποσί» διῆλθε ὁ Ἰσραήλ. «Ὅτε δέ ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου» (Γαλ. δ΄, 4), «τῶν ἐσόπτρων λυθέντων», τήν ἁγνή κόρη τῆς Ναζαρέτ ἐκάλεσε ὁ Θεός διά τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, ὁ ὁποῖος «τῶν οὐρανίων ἁψίδων καταπτάς», τήν ἀπεκάλεσε «κεχαριτωμένη καί εὐλογημένη ἐν γυναιξί» (Λουκ.α΄, 28) καί τῆς ἀνήγγειλε ὅτι «Πνεῦμα Ἅγιον θά ἐπέλθει σ’αὐτή καί δύναμις Ὑψίστου θά τήν ἐπισκιάσει  καί θά γεννήσει κατά σάρκα τόν ἀπολύτως καί μόνον ἀναμάρτητο Υἱό τοῦ Θεοῦ (Λουκ. α΄, 35). Ὅταν δέ ἐκείνη ἀπήντησε, «ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά σου» (Λουκ. α’, 38), τότε «ἀσπόρως ἐκ Θείου Πνεύματος συνέλαβε Υἱόν τόν τοῦ Θεοῦ». Ἐκ τῶν ἁγνῶν αἱμάτων της ἐδάνεισε σάρκα στόν «παντεχνήμονα» καί  πρίν ἄσαρκο Λόγο.  Τότε ὁ Θεός «τήν μήτραν της Θρόνον ἐποίησε καί τήν γαστέρα της πλατυτέραν  οὐρανῶν ἀπειργάσατο». «Θεός ἐκ λαγόνων της προῆλθε». Εὐδοκίᾳ Θεοῦ Πατρός καί ἐπελεύσει Πνεύματος Ἁγίου ἐγέννησε κατά σάρκα τό Θεό, ἐγένετο ἡ «Θεόν σαρκί τεκοῦσα», κατέστη Θεοτόκος ἀνεδείχθη «τιμιωτέρα τῶν Χερουβίμ καί ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ». Εἶναι  πρό τόκου, ἐν τῷ τόκῳ καί μετά τόκον Παρθένος, εἶναι ἡ «ἀειπάρθενος». Τήν προσηγορία  «ἀειπάρθενος» ἀπονέμουν  στήν Παρθένο  ὅλοι  οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μέ πρῶτο τό Μέγαν Ἀθανάσιο. Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας στήν Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Ἐφέσου τό 431 τήν προσφωνεῖ λέγοντας, «χαῖρε, Μαρία Θεοτόκε, «σκῆπτρον τῆς Ὀρθοδοξίας» (Mansi 4, 1253), “κειμήλιον τῆς οἰκουμένης» (Migne PG. 77, 1032 D). Ὁ ἅγιος   Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἐπαναλαμβάνων τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, λέγει, «εἴτις οὐ Θεοτόκον ὁμολογεῖ τήν Ἁγίαν Παρθένον χωρίς ἐστι τῆς Θεότητος», (Ἀθανασίου Γέφτιτς,  ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἡ Θεοτόκος, Ἀθῆναι 1970, σ. 25), παραμένων δέ πιστός  στήν ἀρχαία παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἐπεξηγεῖ  ὅτι λατρείαν ἀπονέμομεν μόνον στό Θεό, «παρ’ ἡμῖν Θεός ἐστιν ἀληθής τό λατρευόμενον, τήν Θεοτόκον δέ μητέρα  τοῦ Θεοῦ γινώσκομεν καί τιμῶμεν καί σέβομεν, τήν ταύτης πανηγυρίζοντες Κοίμησιν, οὐ θεάν ταύτην φημίζοντες, ἄπαγε τῆς Ἑλληνικῆς τερθρείας (δηλαδή φλυαρίας) εἰσί τά τοιαῦτα μυθεύματα, ἐπεί καί θάνατον αὐτῆς καταγγέλλομεν, ἀλλά καί σαρκωθέντος Θεοῦ μητέρα γινώσκομεν», (Migne PG 96, 744B ).

Στό ἐρώτημά μας, γιατί ἀπέθανε ἡ μετά τοιαύτης θείας δόξης πεποικιλμένη Θεοτόκος, δίδεται ἡ ἀπάντησις στό Συναξαριακό δίστιχο τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως, «Οὐ θαῦμα θνῄσκειν κοσμοσώτειραν Κόρην, τοῦ κοσμοπλάστου σαρκικῶς τεθνηκότος». Ἐπίσης δίδεται ἀπάντησις  ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη τό Δαμασκηνό λέγοντα στό Γ΄ Ἐγκώμιό του στήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, «ἔδει γάρ τό ἐκ γῆς συντεθέν (σῶμα) παλινοστῆσαι πρός γῆν καί οὕτω μεταναστῆναι πρός οὐρανόν» (Migne PG 96, 757 C καί Γέφτιτς σ. 214). Ἅμα τῇ κοιμήσει της ἴσχυσε ἐπ’αὐτῆς τό Βιβλικό, «γῆ εἶ καί εἰς γῆν ἀπελεύσῃ», μόνο γιά τόν ἐνταφιασμό καί ὄχι γιά διαφθορά στόν τάφο. «Τάφος καί νέκρωσις οὐκ ἐκράτησε αὐτήν», ἀλλά ἔχει αὐτήν ἡ Ἐκκλησία «ἐν πρεσβείαις ἀκοίμητον Θεοτόκον καί προστασίαις ἀμετάθετον ἐλπίδα, διότι ὡς τῆς ζωῆς μητέρα πρός τήν ζωήν μετέστησεν ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον». Μετέστησε αὐτήν στούς οὐρανούς ἰδίαις χερσί ὁ Υἱός καί Θεός της καί ἐκάθισεν ἐκ δεξιῶν Αὐτοῦ, «οὖσαν περιβεβλημένην στολήν λευκήν καί δεδοξασμένην». Σέ ἐκείνη  προσφεύγει μετά Θεό γιά προστασία ἡ Ἐκκλησία «ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις, ἐν ἀσθενείαις», γιά νά πρεσβεύει πρός τόν Υἱό της, ὡς ἔχουσα παρρησία μεγάλη.

Σέ αὐτήν ἄς προστρέξομε καί ἐμεῖς, οἱ ἱστάμενοι πρό τοῦ σεπτοῦ μνημείου της καί πέριξ τοῦ ἐπιταφίου σκηνώματός της ὑπό τόν Προεξάρχοντα τῆς πανηγύρεως Μακαριώτατο Πατέρα ἡμῶν καί Πατριάρχη κ. Θεόφιλο καί ἄς θέσομε στούς ἑαυτούς μας τό ἐρώτημα: [Τί ζητεῖ ἀπό ἐμᾶς ἡ Θεοτόκος γιά τό δικό μας συμφέρον;  Ζητεῖ νά ἔχει ἐκείνη στήν ψυχή μας τή θέση πού ἔχει  στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, στή ζωή καί τό ἔργο τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, χωρίς νά ἐκκλίνομε οὔτε δεξιά πρός τό νεοπαγές δόγμα τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας «τῆς ἀσπίλου συλλήψεως», ὅτι δηλαδή ἡ Θεοτόκος ἐγεννήθη χωρίς τό Προπατορικό ἁμάρτημα, διότι, ὡς λέγουν οἱ Πατέρες τό «ἀπρόσληπτον εἶναι καί ἀθεράπευτον», δηλαδή ἐάν ἡ Θεοτόκος δέν εἶχε τό Προπατορικό ἁμάρτημα, οὔτε καί τό Προπατορικό ἁμάρτημα ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος ἔχει συγχωρεθῆ διά τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ. Νά μήν ἐκκλίνομε δέ οὔτε καί  ἀριστερά πρός τίς Προτεσταντικές ὁμολογίες, οἱ ὁποῖες δέν ἀναγνωρίζουν στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο  κἄν τή θέση, γιά τήν ὁποία ἡ ἰδία προεῖπε στήν Θ’ ᾠδή τῆς Καινῆς Διαθήκης, «ἰδού γάρ ἀπό τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί», (Λουκ. 1, 48).

Τήν Βασιλική ὁδό τῆς ἀποδιδομένης ἀξιοχρέου τιμῆς πρός τό πρόσωπο τῆς Υπεραγίας Θεοτόκου χαράσσει ὁ ἅγιος  Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός καί  στό Β΄ Ἐγκώμιό του στήν Κοίμησή της παραθέτει ἕνα πολύ παραστατικό διάλογο μέ τόν τάφο τῆς Θεοτόκου. Διαλέγεται πρός τόν τάφο της σάν νά εἶναι ἔμψυχος, «ὡς γάρ ἐμψύχῳ διαλέξομαι», λέγει, «ὦ τάφε ἱερῶν ἱερώτατε, μετά γε τόν ζωαρχικόν τάφον τοῦ Δεσπότου, ποῦ τό πολυπόθητον σῶμα τῆς Θεοτόκου καί πολυέραστον;» (Μigne PG 96, 745AB καί Γέφτιτς σσ.189-190), ὁ τάφος δέ ἀπαντᾷ: «τί ζητεῖτε ἐν τάφῳ τήν πρός τά οὐράνια μετεωρισθεῖσαν σκηνώματα; (Migne PG 96, 745AB καί Γέφτιτς, σελίς 190) καί συνιστᾷ ὁ τάφος «νά κατασκευάσωμεν τήν ἡμετέραν μνήμην ταμεῖον τῆς Θεοτόκου. Εἰς τό ἐρώτημα μας «πῶς ἔσται τοῦτο;» ὁ τάφος ἀπαντᾷ: «παρθένος αὕτη καί φιλοπάρθενος καί ἁγνή καί φίλαγνος, διό καί ἡμεῖς σύν τῷ σώματι καί τήν μνήμην ἡμῶν ἁγνίσωμεν», (Migne PG 96, 752B καί Γέφτιτσ, σ. 198) καί «τό εἰρηνικόν καί πρᾶον φρόνημα περιπτύσσεται καί ἀγάπην καί ἔλεον καί ταπείνωσιν ὡς οἰκείας τροφούς ἀγκαλίζεται», (Migne PG 96,752C καί Γέφτιτς, σ.200).

Τίς ἀρετές αὐτές τῆς Θεοτόκου ἄς ζηλώσομε καί ἐμεῖς καί ἄς ἀγωνισθοῦμε νά τίς κατακτήσομε, γιά νά εἴμαστε μέ τίς ἱκεσίες της  κληρονόμοι τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καί συγκληρονόμοι Χριστοῦ. Γένοιτο».

Κατά τη διάρκεια που ψάλλονταν οι Αίνοι και η Δοξολογία, ο Μακαριώτατος, οι Αρχιερείς και οι Ιερείς προσκύνησαν την εικόνα της Παναγίας, που ήταν τοποθετημένη πάνω στον Επιτάφιο στο κέντρο του Ναού.

Έπειτα, ενώ ψαλλόταν αργά το «Ἅγιος ὁ Θεός», οι Ιερείς σήκωσαν τον Επιτάφιο και τον λιτάνευσαν μέσα στον Ναό, κατεβαίνοντας τα σκαλιά προς τη δυτική πύλη.

Εκεί αναπέμφθηκε δέηση και στη συνέχεια οι Ιερείς σήκωσαν ξανά τον Επιτάφιο και τον τοποθέτησαν πίσω από το Θεομητορικό Μνήμα, μπροστά στην εικόνα της Παναγίας Πλατυτέρας – Ιεροσολυμίτισσας.

Εκεί αναπέμφθηκε δέηση, εψάλη ο Πατριαρχικός Πολυχρονισμός και ολοκληρώθηκε η τελετή με την Απόλυση.

Ύστερα, η Πατριαρχική συνοδεία ανέβηκε στο ηγουμενείο, όπου ο Μακαριώτατος έδωσε τις Πατριαρχικές του ευχές και ευλογίες, ενώ ο Ηγούμενος, Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ελενουπόλεως κ. Ιωακείμ, πρόσφερε σε όλους πλούσιο νηστίσιμο κέρασμα με φρούτα.

Περισσότερες φωτογραφίες:

H αναδημοσίευση του παραπάνω άρθρου ή μέρους του επιτρέπεται μόνο αν αναφέρεται ως πηγή το ORTHODOXIANEWSAGENCY.GR με ενεργό σύνδεσμο στην εν λόγω καταχώρηση.

google-news Ακολούθησε το ORTHODOXIANEWSAGENCY.gr στο Google News και μάθε πρώτος όλες τις ειδήσεις.