Ανρί Ρουσσώ: Η ιστορία του «αφελή» ζωγράφου που πίστεψε στη φαντασία του και νίκησε τους επικριτές του
Έναν αιώνα μετά τον θάνατό του, τα έργα του πωλούνται για δεκάδες εκατομμύρια. Το 2023, ο πίνακας Les Flamants πωλήθηκε έναντι 43,5 εκατομμυρίων δολαρίων – ένα ποσό αδιανόητο για τον φτωχό τελώνη που ζωγράφιζε μέσα στη μούχλα του Παρισιού.
Ο Ανρί Ρουσσώ δεν έμοιαζε με κανέναν από τους καλλιτέχνες της εποχής του. Δεν είχε σπουδάσει στις Ακαδημίες του Παρισιού, δεν ταξίδεψε σε εξωτικά μέρη, δεν σύχναζε στα καφέ των ζωγράφων. Ήταν ένας απλός δημόσιος υπάλληλος που αποφάσισε στα 49 του χρόνια να εγκαταλείψει τη σταθερή του θέση για να ακολουθήσει μια εμμονή: τη ζωγραφική.
Το 1893 παραιτήθηκε από τη δουλειά του και άρχισε να αφιερώνει όλο του τον χρόνο στους πίνακες που έβλεπε μόνο ο ίδιος στο μυαλό του. Δεν ήξερε ότι θα χρειαζόταν μια ολόκληρη ζωή για να τον πάρουν στα σοβαρά.
Οι κριτικοί του καιρού του τον χλεύαζαν
Οι κριτικοί του καιρού του δεν τον αντιμετώπισαν απλώς με αδιαφορία. Τον χλεύαζαν. Οι εφημερίδες έγραφαν ότι «ζωγραφίζει με τα πόδια του» ή ότι «δουλεύει με κλειστά μάτια». Του έδιναν ειρωνικά παρατσούκλια, γελούσαν με τις προοπτικές του, με τα πρόσωπα χωρίς σκιά, με τις ζούγκλες του που δεν έμοιαζαν με τίποτα πραγματικό.
Στους καλλιτεχνικούς κύκλους του Παρισιού του 19ου αιώνα, όπου η τεχνική και η εκλέπτυνση θεωρούνταν δείκτες αξίας, ο Ρουσσώ ήταν ένας παράξενος, σχεδόν παιδικός ερασιτέχνης. Δεν πουλούσε πίνακες, δεν είχε μαθητές, δεν είχε μέλλον. Κι όμως, δεν σταμάτησε ποτέ να ζωγραφίζει.
Γεννημένος το 1844 στη μικρή πόλη Λαβάλ της Γαλλίας, πέρασε τη ζωή του εργαζόμενος ως εισπράκτορας δασμών – εξ ου και το παρατσούκλι «Le Douanier», ο Τελωνειακός. Ζούσε φτωχικά, και όταν αποσύρθηκε νωρίς με μια μικρή σύνταξη, χρησιμοποίησε τα ελάχιστα χρήματά του για να αγοράζει καμβάδες και χρώματα. Το εργαστήριό του ήταν ένα σκοτεινό δωμάτιο, γεμάτο σκόνη, χωρίς παράθυρα. Ο καλλιτέχνης Μαξ Βέμπερ, που τον γνώρισε προσωπικά, είχε πει αργότερα: «Δεν είδα ποτέ τέτοια φτώχεια όσο στο ατελιέ του Ρουσσώ».
Οι δυσκολίες δεν ήταν μόνο οικονομικές. Ο Ρουσσώ βρέθηκε πολλές φορές σε μπελάδες με τον νόμο. Κατηγορήθηκε για υπεξαίρεση στα νιάτα του και φυλακίστηκε αργότερα για τραπεζική απάτη. Στη δίκη, ο συνήγορός του ύψωσε έναν πίνακα μπροστά στους δικαστές και είπε: «Μπορεί ένας άνθρωπος που ζωγραφίζει έτσι να καταλαβαίνει τι είναι μια επιταγή;». Η τέχνη του έγινε, έστω για λίγο, το άλλοθί του.
Κι όμως, πίσω από τη φαινομενική αδεξιότητα υπήρχε μια αληθινά πρωτότυπη ματιά. Οι πίνακές του – με τις ζούγκλες, τα άγρια ζώα και τους παράξενους ουρανούς – δεν έμοιαζαν με καμία άλλη ζωγραφική. Ο Ρουσσώ δεν είχε ταξιδέψει ποτέ πέρα από τη Γαλλία· τα εξωτικά του τοπία ήταν προϊόντα φαντασίας, εμπνευσμένα από τις αίθουσες φυσικής ιστορίας του Παρισιού, από τα φυτά και τα βαλσαμωμένα ζώα που έβλεπε εκεί.
Έτσι γεννήθηκαν έργα όπως Η μάχη ανάμεσα σε τίγρη και βουβάλι (1908): ένας κόσμος πυκνός, υγρός, απειλητικός, αλλά και μαγικός, ζωγραφισμένος με απόλυτη πίστη στη φαντασία. Οι πίνακές του μοιάζουν να βρίσκονται στο όριο μεταξύ ονείρου και αφέλειας – μια παιδική ειλικρίνεια που αργότερα θα γοητεύσει τους μοντερνιστές.
Στις πιο «γήινες» του σκηνές, όπως στο Κάρο του πατέρα Ζινιέ (1908), η ιδιορρυθμία του γίνεται ακόμη πιο φανερή. Ο τεράστιος μαύρος σκύλος στο πρώτο πλάνο, δυσανάλογος σε σχέση με το κάρο και τους ανθρώπους, έκανε τον φίλο του Μαξ Βέμπερ να τον ρωτήσει γιατί δεν το άλλαζε.
Ο Ρουσσώ απάντησε με απόλυτη βεβαιότητα: «Η σύνθεση χρειάζεται έναν σκύλο αυτού του μεγέθους». Αυτή η εμμονική πίστη στην εσωτερική του λογική – όχι στην πραγματικότητα, αλλά στη δική του ισορροπία – είναι το στοιχείο που καθορίζει όλο του το έργο.
Η αναδρομική έκθεση στη Barnes Foundation της Φιλαδέλφειας, Henri Rousseau: A Painter’s Secrets, επιχειρεί να φωτίσει αυτήν ακριβώς την αμετακίνητη πίστη του. Παρουσιάζει 55 έργα, τα περισσότερα προερχόμενα από τις δύο μεγαλύτερες συλλογές του στον κόσμο – το Musée de l’Orangerie στο Παρίσι και το ίδιο το Barnes.
Οι συντηρητές του μουσείου ανακάλυψαν, ύστερα από έρευνα ετών, ότι κάτω από πολλούς πίνακες του Ρουσσώ υπήρχαν άλλα έργα, καλυμμένα και επαναχρησιμοποιημένα. Σε κάποιους καμβάδες βρέθηκαν αλλαγμένες ημερομηνίες, ξαναδουλεμένες συνθέσεις, επιχρίσματα που προδίδουν απελπισμένες προσπάθειες να ευχαριστήσει πελάτες ή να εξοικονομήσει υλικά. Η τεχνική του, όσο απλοϊκή κι αν φαινόταν, ήταν αποτέλεσμα κόπου και πειραματισμού.
Ο Ρουσσώ δεν ζωγράφιζε για να γίνει διάσημος, αλλά για να υπάρξει. Η ζωγραφική ήταν η γλώσσα του. Είχε «πραγματικές φιλοδοξίες να ζήσει από την τέχνη του», όπως λέει ο ιστορικός τέχνης Κρίστοφερ Γκριν, «αλλά απέτυχε». Πέθανε το 1910 φτωχός, σχεδόν άγνωστος, έχοντας πουλήσει ελάχιστα έργα.
Δέκα χρόνια αργότερα, όμως, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Ο Πικάσο, ο Μπρακ, ο Ντελόνε και άλλοι καλλιτέχνες της πρωτοπορίας είδαν σε αυτόν κάτι που οι κριτικοί είχαν αγνοήσει: τη γέννηση της καθαρής, ακατέργαστης φαντασίας.
Το 1923, ο Αμερικανός συλλέκτης Άλμπερτ Μπαρνς αγόρασε έναν πίνακά του για 45.000 φράγκα – το ίδιο ποσό που θα κόστιζε ένα έργο του Ματίς ή του ίδιου του Πικάσο. Η ειρωνεία της μεταθανάτιας δικαίωσης ήταν πλήρης.
Σήμερα, έργα όπως Η κοιμισμένη τσιγγάνα (1897) θεωρούνται αριστουργήματα του μοντερνισμού. Ο γυμνός φιγούρα που κοιμάται στην έρημο, ενώ δίπλα της στέκει ένα λιοντάρι κάτω από το φεγγάρι, δεν είναι απλώς μια παράξενη σκηνή: είναι το όνειρο ενός ανθρώπου που δεν σταμάτησε ποτέ να πιστεύει στην εσωτερική του όραση. Ο Ρουσσώ, που ποτέ δεν πάτησε σε ζούγκλα, κατάφερε να ζωγραφίσει το άγριο και το άγνωστο με την ακρίβεια ενός ονειροπόλου.
Ίσως εκεί να βρίσκεται το μυστικό της επιμονής του. Δεν είχε τίποτα να χάσει και γι’ αυτό συνέχισε. Όσο τον κορόιδευαν, τόσο περισσότερο ζωγράφιζε. Η αποτυχία έγινε το καύσιμό του. Δεν τον ενδιέφερε αν έπιανε την «πραγματικότητα»· του αρκούσε να πει τη δική του αλήθεια με χρώματα που κανείς δεν καταλάβαινε ακόμη.
Έναν αιώνα μετά τον θάνατό του, τα έργα του πωλούνται για δεκάδες εκατομμύρια. Το 2023, ο πίνακας Les Flamants πωλήθηκε έναντι 43,5 εκατομμυρίων δολαρίων – ένα ποσό αδιανόητο για τον φτωχό τελώνη που ζωγράφιζε μέσα στη μούχλα του Παρισιού.
Αλλά αν κάτι μένει από τον Ανρί Ρουσσώ, δεν είναι τα ρεκόρ των δημοπρασιών· είναι η απόδειξη ότι η επιμονή, όταν στηρίζεται στην ειλικρίνεια, μπορεί να υπερβεί τον χλευασμό, τη φτώχεια, ακόμη και τον χρόνο. Γιατί ο άνθρωπος που όλοι κορόιδευαν δεν σταμάτησε ποτέ να ζωγραφίζει – και τελικά, ζωγράφισε τον δικό του δρόμο προς την αθανασία.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο