Πώς «φαγώθηκαν» οι αγροτικές επιδοτήσεις: Οι καταστροφικοί χειρισμοί, τα μπλόκα και ο υπουργός με τις δύο νεαρές δεσποινίδες
Ποιος είπε ότι η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται; Τον Ιανουάριο του 2009 οι αγρότες, λόγω της έντονης κακοκαιρίας που είχε προηγηθεί, ζητούσαν έκτακτες επιδοτήσεις με απεργίες, κλείσιμο δρόμων και τις άλλες γνωστές μεθόδους. Αποκορύφωμα ήταν η «απόβαση» των Κρητικών αγροτών με τρακτέρ στο λιμάνι του Πειραιά, δημιουργώντας μια εμπόλεμη κατάσταση, γεγονός που έγινε αντικείμενο εύκολης πολιτικής εκμετάλλευσης.
Με δεδομένο ότι η χώρα είχε εισέλθει σε χρονιά πιθανών εθνικών εκλογών (που πράγματι πραγματοποιήθηκαν τον Οκτώβριο εκείνου του έτους), η τότε αντιπολίτευση, κυρίως το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου και το ΚΚΕ υπό την Αλέκα Παπαρήγα, τους υποστήριζε, ενώ η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με πρωθυπουργό τον 53χρονο Κώστα Καραμανλή, προσπαθούσε να βρει τρόπους εκτόνωσης. Στα μέσα του μήνα, ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, Σωτήρης Χατζηγάκης, προαναγγέλει από το βήμα της Βουλής ότι θα υπάρξει «στήριξη στους παραγωγούς, που θα κινείται στο κοινοτικό πλαίσιο».
Τους τραγελαφικούς χειρισμούς που ακολούθησαν εκείνη την περίοδο τους αναφέρει αναλυτικά ο πρέσβης Βασίλης Κασκαρέλης στο νέο του βιβλίο με τίτλο «Η ελληνική τέλεια καταιγίδα και τα προβλήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2004 – 2013» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο». Πριν περάσουμε στα όσα αποκαλύπτει ο συγγραφέας να θυμίσουμε ότι ο ίδιος υπήρξε μέλος της Ελληνικής Διπλωματικής Υπηρεσίας από το 1974 έως το 2013, όπου και αφυπηρέτησε από τη θέση του Γενικού Γραμματέα του υπουργείου Εξωτερικών. Έχει διατελέσει μεταξύ άλλων πρέσβης της χώρας μας στις ΗΠΑ, μόνιμος αντιπρόσωπος στην Ε.Ε. από το 2004 έως το 2009 συμμετέχοντας στη λήψη καίριων αποφάσεων, το 2023 ορίστηκε υπουργός Εξωτερικών στην Υπηρεσιακή Κυβέρνηση και τα τελευταία 12 χρόνια είναι Σύμβουλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος.
Επιστρέφουμε λοιπόν στο 2009 και στις κινητοποιήσεις των αγροτών που παρεμπιπτόντως συμπίπτουν και με μια απάντηση που είχε δώσει εκείνες τις ημέρες η Κομισιόν σε ερώτηση του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Δημήτρη Παπαδημούλη. Όπως σημείωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ελλάδα είχε πληρώσει πάνω από ένα δισεκατομμύριο ευρώ σε πρόστιμα για κακοδιαχείριση αγροτικών επιδοτήσεων κατά την τελευταία δεκαετία και οι αιτίες απώλειας κοινοτικών πόρων που προορίζονταν για τον πρωτογενή τομέα ήταν συγκεκριμένες και διαχρονικές, σχετιζόμενες άμεσα με καθυστερημένους και αναξιόπιστους ελέγχους, απουσία ελαιοκομικού μητρώου και αναξιόπιστη λειτουργία του συστήματος καταγραφής ζώων.
Μέσα λοιπόν σε αυτό το νοσηρό κλίμα αρχές Φεβρουαρίου του 2009 μεταβαίνει στις Βρυξέλλες για διαβουλεύσεις με την Κομισιόν ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, Σωτήρης Χατζηγάκης, «με μια σειρά συμβούλων του, μεταξύ των οποίων βασικός ήταν ο Πρόεδρος του Οργανισμού Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΟΠΕΚΕΠΕ), τυπικό δείγμα πολιτευτή που βολεύεται σε δημόσια καρέκλα», αναφέρει ο συγγραφέας. Για την ιστορία επικεφαλής του Οργανισμού τότε ήταν ο Δημήτριος Μελάς.
Ο υπουργός με τις δύο νεαρές δεσποινίδες
Γράφει ο κ. Κασκαρέλης που τότε ήταν Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση: «Ένα βράδυ καλώ τον Υπουργό σε ένα εστιατόριο, προκειμένου να τον ενημερώσω με ηρεμία για τα ανοικτά ζητήματα που θα θέσει η Επιτροπή στο τραπέζι και για τον ενδεδειγμένο τρόπο αντιμετώπισής τους. Με ειδοποιεί ότι θα έρθει με δύο συμβούλους του. Τελικά, εμφανίζεται με δύο νεαρές δεσποινίδες, η μία ανιψιά του χωρίς απολύτως καμία επαγγελματική εμπειρία, «για να μαθαίνει», και η δεύτερη «με πλούσια εμπειρία» στα ευρωπαϊκά, που τελικά αποδείχθηκε ότι επρόκειτο απλώς για μία πεντάμηνη πρακτική άσκηση στις Βρυξέλλες. Επειδή είχα δει πολλές παρόμοιες τραγελαφικές καταστάσεις στο παρελθόν, και δεν θα είχε κανένα νόημα να ταλαιπωρηθώ “μιλώντας στον εαυτό μου”, φάγαμε ήσυχα με κοινωνική συζήτηση».
Και συνεχίζει: «Προκειμένου να περισώσω ό,τι ήταν πρακτικά δυνατόν, συγκάλεσα το επόμενο μεσημέρι μια έκτακτη σύσκεψη στα γραφεία της Μόνιμης Αντιπροσωπείας με τον Υπουργό και την ομάδα του. Μία ακόμα απογοητευτική εμπειρία, την οποία αντιμετώπισα με ιδιαίτερη ηρεμία, δεδομένου ότι, μετά από πέντε χρόνια αναγκαστικής συνεργασίας με Υπουργούς, συμβούλους και ειδικούς από την Αθήνα, τίποτε δεν με εξέπληττε. Μάταια προσπάθησα για αρκετή ώρα να τους εξηγήσω πώς λειτουργούσαν τα πράγματα στις Βρυξέλλες, ότι υπήρχαν “κόκκινες γραμμές”, τις οποίες δεν μπορούσες να περάσεις χωρίς βαριά πρόστιμα. Από την πλευρά τους, μιλούσαν και επιχειρηματολογούσαν με λογική προεκλογικής συγκέντρωσης στην πλατεία του χωριού. Προς το τέλος φάνηκε κάτι να ακούν».
Τα αγγλικά τους υστερούσαν, τους τα εξηγούσα στα ελληνικά
[…] «Την επομένη είχα κανονίσει συνάντηση με την αρμόδια για την Αγροτική Πολιτική Επίτροπο, Mariann Fischer Boel, και τους συνεργάτες της στο κτίριο της Επιτροπής. Στην είσοδο του κτιρίου μάς περίμεναν Έλληνες ανταποκριτές, οι οποίοι άρχισαν τις ερωτήσεις. Ο Υπουργός έδωσε μια αισιόδοξη εικόνα, εξηγώντας ότι οι κυβερνητικές προτάσεις για τη χρηματοδότηση των αγροτών ήταν “απόλυτα σύννομες προς την κοινοτική νομοθεσία”. Στην αίθουσα συνεδριάσεων η ελληνική αντιπροσωπεία, εμφανώς έξω από τα νερά της, προσπάθησε να εξηγήσει τα προβλήματα των αγροτών, θέτοντας ήπια το θέμα των αποζημιώσεων. Ζήτησε την έγκριση της Επιτροπής για 425 εκατ. ευρώ, τα οποία θα εκταμιεύονταν από το αποθεματικό του Οργανισμού ΕΛΓΑ (Ελληνικές Γεωργικές Ασφαλίσεις), καθώς και για ένα κρατικό δάνειο ύψους 75 εκατ. ευρώ, προκειμένου να συμπληρωθεί το ποσό των 500 εκατ. ευρώ με το οποίο η Κυβέρνηση είχε υποσχεθεί να αποζημιώσει τους αγρότες.
Οι συνομιλητές μας μας εξήγησαν όλους τους λόγους για τους οποίους κάτι τέτοιο για τις συγκεκριμένες περιπτώσεις ήταν εκτός των Κανονισμών, επομένως παράνομο, και ότι σε περίπτωση καταβολής αποζημιώσεων – ενισχύσεων τα χρήματα θα έπρεπε να επιστραφούν με πρόστιμα και έντοκα. Γενικά το κλίμα ήταν πολύ αρνητικό. Δεδομένου ότι τα αγγλικά των δικών μας υστερούσαν τραγικά, για να βεβαιωθώ ότι κατάλαβαν την ουσία της συζήτησης, κάθε τόσο εξηγούσα στα ελληνικά τι είχε λεχθεί. Βγαίνοντας μετά από μιάμιση ώρα από την αίθουσα συσκέψεων, εξήγησα και πάλι στον Υπουργό την κατάσταση. Μου έδωσε την εντύπωση ότι συμφωνούσε. Μέχρι που φτάσαμε στο ισόγειο του κτιρίου, όπου μας περίμεναν και πάλι οι ανταποκριτές ελληνικών ΜΜΕ. Εκεί άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια, γιατί ο Υπουργός, αφού ανέφερε ότι “είχε μια εποικοδομητική συνάντηση”, πρόσθεσε ότι “δεν επρόκειτο καν για διαπραγμάτευση, και κατ’ επέκταση δεν θα χρειαστεί χρόνος για την έγκριση των ενισχύσεων, καθώς πρόκειται για πράξεις απόλυτα νόμιμες και σύμφωνες με τον σχετικό κοινοτικό Κανονισμό”. Στη συνέχεια, απαντώντας σε ερωτήσεις, άφηνε υπονοούμενα ότι όλα ήταν υπό πλήρη έλεγχο και θα τακτοποιούσε όλα τα ζητήματα μόλις θα επέστρεφε στην Αθήνα».

Το τηλεφώνημα στον Πρωθυπουργό και η απάντηση Καραμανλή
«Μόλις χωρίσαμε», γράφει ο κ. Κασκαρέλης, «τηλεφώνησα στον Πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή. Του εξήγησα σε γενικές γραμμές τα βασικά προβλήματα και την ανησυχία μου για τη συνέχεια, και εισηγήθηκα να επικοινωνήσει άμεσα με τον Υπουργό και να τον “μαζέψει”. Μου απάντησε: “Καλά έκανες και του τα είπες, και τον πιέζεις· να του τα ξαναπείς πριν φύγει”. Απάντησα ότι ήταν Υπουργός και δεν μπορούσα να του υπαγορεύω τι θα δηλώσει μετά την επιστροφή του στην Αθήνα. Μείναμε εκεί, και προφανώς δεν έδωσε συνέχεια, γιατί ο Χατζηγάκης έκανε και είπε ακριβώς τα αντίθετα.
Λαϊκίστικες δηλώσεις επιπέδου «πεζοδρομίου», με τις οποίες διαβεβαίωνε ότι θα δινόταν όλο το πακέτο των ενισχύσεων. Το σκεπτικό ήταν ότι, σε περίπτωση εκλογών, θα είχε ικανοποιήσει τους αγρότες για να σταματήσουν τις κινητοποιήσεις, και αυτό δεν στοίχιζε τίποτε στην Κυβέρνηση, δεδομένου ότι, όταν θα έφτανε η υπόθεση στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, θα ήταν άλλος Υπουργός και άλλη Κυβέρνηση. Ο μόνος που θα ήταν ο ίδιος ήταν ο ηλίθιος φορολογούμενος, που θα επωμιζόταν για άλλη μία φορά το κόστος».
Και καταλήγει: «Μετά από μία εβδομάδα, συμπέρανα ότι δεν υπήρχε σωτηρία για την Ελλάδα. Πληροφορήθηκα από αξιόπιστη πηγή του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης ότι ο Υπουργός είχε υπογράψει – μάλλον χωρίς να το καταλάβει -, ήδη δέκα ημέρες πριν έρθει στις Βρυξέλλες, τη σχετική υπουργική απόφαση που έδινε αντισταθμιστικές ενισχύσεις στους αγρότες. Δηλαδή, το ταξίδι, οι συναντήσεις και οι συνομιλίες έγιναν χωρίς λόγο. Πιστεύω πως και πάλι κάθε άλλο σχόλιο περιττεύει. Αυτή είναι η ελληνική πραγματικότητα, η οποία, όπως επανειλημμένα και στο παρελθόν, έφερε τη χώρα έναν χρόνο αργότερα στο χείλος του γκρεμού, από το οποίο μας σώζουν τελικά κάθε φορά οι “εκμεταλλευτές ανθέλληνες ξένοι”».

Η Κομισιόν ζητά αναλυτικά στοιχεία για τις κρατικές αποζημιώσεις
Στα τέλη του Φεβρουαρίου 2009, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε επίσημα από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης αναλυτικά στοιχεία για κρατικές αποζημιώσεις ύψους 425 εκατομμυρίων ευρώ που είχαν δοθεί σε αγρότες, παρά τις σαφείς ενστάσεις των ευρωπαϊκών αρχών. Η Επιτροπή όρισε μάλιστα ως τελική προθεσμία την 17η Αυγούστου εκείνης της χρονιάς, αφήνοντας αρκετό χρόνο στην ελληνική πλευρά να τεκμηριώσει τις επιλογές της. Αντί όμως για πλήρεις απαντήσεις, η Αθήνα περιορίστηκε σε αποσπασματικά και ελλιπή στοιχεία, τα οποία εστάλησαν τον Μάρτιο και τον Ιούνιο, κυρίως για να κερδηθεί χρόνος. Η καταληκτική ημερομηνία πέρασε χωρίς ουσιαστικές διευκρινίσεις.
Την ίδια περίοδο, άρχισαν να κυκλοφορούν πληροφορίες ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσανατολιζόταν σε απαιτήσεις επιστροφής των χρημάτων και στην επιβολή προστίμων. Ο αρμόδιος υπουργός κ. Χατζηγάκης αντέδρασε έντονα, διαψεύδοντας τα σενάρια και καταγγέλλοντας τα σχετικά δημοσιεύματα. Ωστόσο, το αποτέλεσμα ήταν σε μεγάλο βαθμό προδιαγεγραμμένο. Όπως είχε καταστεί σαφές ήδη από συνάντηση του Φεβρουαρίου, οι ενισχύσεις αυτές δεν συμβάδιζαν με τους κανόνες της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς.
Επιστροφές επιδοτήσεων με ισόποσα πρόστιμα
Η υπόθεση οδηγήθηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και το 2014 εκδόθηκε απόφαση που υποχρέωνε την Ελλάδα να επιστρέψει περίπου 380 εκατομμύρια ευρώ, ενώ προβλέπονταν και ισόποσα πρόστιμα. Στο μεταξύ, προστέθηκαν και άλλες συναφείς υποθέσεις της ίδιας περιόδου: το λεγόμενο «πακέτο Κοντού» για την κτηνοτροφία, ύψους 108 εκατομμυρίων ευρώ (σ.σ. ο Αλέξανδρος Κοντός ήταν τότε υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης), οι ενισχύσεις που συνδέθηκαν με τα ονόματα των υφυπουργών Χρήστου Κοσκινά και Γιώργου Μωραΐτη, καθώς και παράνομες χρηματοδοτήσεις αγροτικών συνεταιρισμών συνολικού ύψους 284 εκατομμυρίων ευρώ. Όλες αυτές οι παρεμβάσεις είχαν κοινό χαρακτηριστικό τη χορήγηση δημοσίου χρήματος με πολιτικά κίνητρα, χωρίς σεβασμό στο ευρωπαϊκό πλαίσιο.
3 δισεκατομμύρια ευρώ εν μέσω μνημονίων
Μέχρι το 2017, εν μέσω βαθιάς οικονομικής κρίσης και μνημονίων, το συνολικό κόστος από επιστροφές, πρόστιμα, τόκους και ημερήσιες χρηματικές ποινές είχε εκτιναχθεί σε επίπεδα που πλησίαζαν τα… 3 δισεκατομμύρια ευρώ. Δηλαδή, την ώρα που μισθοί και συντάξεις περικόπτονταν για να εξοικονομηθούν μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια, αυτή η τεράστια επιβάρυνση πέρασε σχεδόν απαρατήρητη από τη δημόσια συζήτηση.
Το 2015, ο τότε υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, Βαγγέλης Αποστόλου, παραδέχθηκε στη Βουλή ότι η χώρα κινδύνευε με ημερήσια πρόστιμα και νέες προσφυγές στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, αλλά διαβεβαίωσε ότι όσο παρέμενε ο ίδιος στη θέση του δεν θα προχωρούσαν οι ανακτήσεις των χρημάτων. Οι δηλώσεις αυτές ενίσχυσαν την εικόνα μιας διοίκησης που γνώριζε το πρόβλημα, αλλά επέλεγε συνειδητά να το μεταθέτει στο μέλλον. Επί χρόνια, αγρότες και παραγωγοί, συχνά με τη μεσολάβηση συνεταιρισμών, λάμβαναν ευρωπαϊκές ενισχύσεις δηλώνοντας ανύπαρκτες ή πολλαπλά καταχωρημένες εκτάσεις. Μετά από ελέγχους, τα ποσά επιστρέφονταν στις Βρυξέλλες με πρόστιμα και προσαυξήσεις, τις οποίες τελικά κάλυπτε ο Έλληνας φορολογούμενος.
Η απάτη γνωστή. Στηριζόταν σε ψευδή ιδιωτικά συμφωνητικά και ασαφή στοιχεία για γεωτεμάχια, τα οποία συχνά δηλώνονταν ταυτόχρονα από περισσότερους δικαιούχους. Σε ακραίες περιπτώσεις, δηλώνονταν ως καλλιεργήσιμες εκτάσεις περιοχές που βρίσκονταν κυριολεκτικά μέσα στη θάλασσα, κυρίως στη Θεσσαλία και την Κρήτη.
Οι έρευνες στον ΟΠΕΚΕΠΕ

Παρά τις επανειλημμένες αποκαλύψεις, η κατάσταση δεν άλλαξε ουσιαστικά. Τον Οκτώβριο του 2024, περίπου δεκαπέντε χρόνια μετά τα πρώτα μεγάλα σκάνδαλα, αποκαλύφθηκε τυχαία, μετά από αλλαγή σε διευθυντική θέση του ΟΠΕΚΕΠΕ, ότι είχαν δοθεί παράνομα επιδοτήσεις περίπου 2 εκατομμυρίων ευρώ σε άτομα που εμφανίζονταν ως αγρότες χωρίς να πληρούν τις προϋποθέσεις. Σύντομος έλεγχος έδειξε ότι δημόσιες εκτάσεις δηλώνονταν ως ιδιωτικοί βοσκότοποι, ενώ την περίοδο 2020-2023 είχαν καταβληθεί, με βάση ψευδείς δηλώσεις ιδιοκτησίας, ανύπαρκτες κληρονομιές και εικονικά μισθωτήρια, επιδοτήσεις που έφτασαν τα 3 δισεκατομμύρια ευρώ.
Οκτώβριο 2024, ανώνυμες καταγγελίες οδήγησαν την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία να ξεκινήσει έρευνα αναφορικά με τις επιδοτήσεις. Εσωτερικοί έλεγχοι και αναφορές από ευρωπαϊκά όργανα, όπως η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), αποκάλυψαν όντως παρατυπίες, συμπεριλαμβανομένων επιδοτήσεων για ανύπαρκτες εκτάσεις ή εκτάσεις εκτός Ελλάδας (π.χ. στη Βόρεια Μακεδονία). Και κάπως έτσι φθάνουμε στις σημερινές αποκαλύψεις για τον ΟΠΕΚΕΠΕ.
