Ομιλία στην ευαγγελική περικοπή του Ματθαίου θ΄, 9-13.
- Του Επισκόπου Μελιτηνής κ. Μάξιμου Παφίλη
Πάνω απ’ το λιθόστρωτο της αγοράς, ακούγονται τα λόγια του Ιησού προς τον Ματθαίο. Η δόνηση αυτής της προσφώνησης μπορεί να είναι ένας απλός ψίθυρος, είναι όμως ικανός να ανακατατάξει τα μόρια ενός ολόκληρου βίου, δηλαδή μιας ύπαρξης που της απαγορεύτηκε να υπολογίζει τα χρέη των άλλων.
Ο Ματθαίος, καθισμένος στο τελώνιο, τον θρόνο της ατομικής του ντροπής και της δημόσιας αποξένωσης, σηκώνεται από τη θέση του και αμέσως ακολουθεί. Αυτό συνέβη απλώς και μόνο επειδή η φωνή που τον επισκέφθηκε είδε τις κρυμμένες γωνιές της ψυχής του, την ανθρώπινη φύση του που διψούσε για κάτι πέρα από το τίμημα και την ανταλλαγή. Και αμέσως τότε, γεννιέται το σκάνδαλο: το τραπέζι, η εγγύτητα, η κοινή συνάθροιση του Διδασκάλου μετά των αμαρτωλών.
Στο περιθώριο, ωστόσο, αυτής της εικόνας, στέκονται οι Φαρισαίοι, οι παρατηρητές, δηλαδή οι αιώνιοι κατακριτές της χάριτος, τυλιγμένοι μέσα στην αποστειρωμένη επένδυση της βεβαιότητάς τους. Εκείνοι αντιλαμβάνονται μόνον τον ρύπο, τη μόλυνση της συναναστροφής, το γεγονός του αδίστακτου μοιράσματος της αγιότητας, που προσφέρεται τόσο απλόχερα και επιβλαβώς στους ακάθαρτους, στους αμαρτωλούς.
Το συμπόσιο, η ανυπόφορη εγγύτητα του Ιερού με το βέβηλο, τους προκαλεί αναδίπλωση, καθώς ψιθυρίζουν στους μαθητές την ερώτηση που δηλητηριάζει κάθε προσδοκία συνάντησης: «Διατί μετὰ τῶν τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν ἐσθίει ὁ διδάσκαλος ὑμῶν;» (Ματθ. θ´ 11); Σε αυτό ακριβώς το σημείο της απορίας, στην σθεναρή άρνησή τους να συλλάβουν την οικονομία της αγάπης, ανήκουμε κι εμείς, εγκλωβισμένοι στον σχολαστικό υπολογισμό της φήμης μας. Μας τρομοκρατεί η απλή ιδέα να καθίσουμε στο λερωμένο πεζοδρόμιο, να αγγίξουμε τον πόνο του άστεγου ή να αφουγκραστούμε τη σιωπηλή αγωνία της κακοποιημένης γυναίκας. Τρέμουμε κυρίως τον κακοχαρακτηρισμό, δηλαδή εκείνες τις κακές «αδελφικές» γλώσσες, τους σχολαστικούς φύλακες της εξωτερικής καθαρότητας, οι οποίοι θα μας σπαράξουν. Ο φόβος για την ταμπέλα, την υποψία, την ταύτιση, αναδεικνύεται ως η αληθινή φυλακή μας. Η κριτική των άλλων, φαίνεται να αποτελεί τον μονότονο ήχο σφυριού που τελικά σφραγίζει το πνεύμα μας μέσα στο σάπιο φέρετρο της υποκρισίας.
Η εδραίωση των καθωσπρέπει συναθροίσεων είναι η επιλογή μας, εκείνες οι κοσμικές ή θρησκευτικές συναντήσεις όπου η παρουσία μας λογίζεται ως αρετή. Η ευσέβειά μας επιβεβαιώνεται πλήρως από το περιβάλλον, ενώ η απόστασή μας από την ωμή, την πραγματική ασθένεια παραμένει διασφαλισμένη.
Με σχολαστικότητα γυρίζουμε την πλάτη ακριβώς στο σημείο όπου η ανάγκη για την αγάπη του Χριστού αποτελεί μια ανοιχτή, κακοφορμισμένη πληγή. Εκεί, η σιωπή μας, δίνει χώρο στην αφάνεια να συνεχίζει το έργο της. Γινόμαστε ειδήμονες στην θεολογική ορολογία αλλά παραμένουμε αρχάριοι στο έλεος που λερώνει τα χέρια μας. Η κλήση, όμως, απευθύνεται αποκλειστικά σε ασθενείς που αναγνωρίζουν τον πυρετό τους, προσπερνώντας τους θεωρητικούς της υγείας. Είναι μια χειρουργική επέμβαση, η στιγμή δηλαδή που ο Ιατρός ταυτοποιεί τη νόσο και προσφέρει τη θεραπεία, ξεπερνώντας τα όρια μιας άνετης πρόσκλησης κοινωνικού γεγονότος. Αυτή η ειδική κλήση, όπως επιμένει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο και σκοπό: «Οὐ γὰρ ἦλθον, φησὶ, καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν· οὐκ εἰς γελοῖα, ἀλλ᾽ εἰς δάκρυα».[1] Αυτό το κάλεσμα, αφορά σίγουρα θα λέγαμε την αναγνώριση του τραύματος, το σπάσιμο της μάσκας, απαιτώντας κάτι βαθύτερο, ουσιαστικότερο και πέρα από τα γυαλισμένα μας παπούτσι και τα ακριβά μας ρούχα.
Ζούμε σε αυτό το διπλό ταμπλό με την αγωνία το «καλό όνομα» να παραμένει άθικτο. Και οι ώρες, τα χρόνια που μας δωρήθηκαν από τον Θεό περνούν και εξαφανίζονται, ως άδεια, μαύρα κελύφη, τα οποία τρίζουν κάτω από τον τροχό του θανάτου που ολοένα πλησιάζει. Επιλέγουμε απόλυτα τον υποκριτικό βίο, το βολικό καβούκι, την αξιοσέβαστη σιωπή και το καλό φαγητό. Η κρυψώνα μας όμως αποτελεί απλά έναν καλοστολισμένο τάφο, μέσα στον οποίο η αθάνατη φωνή της αγάπης θάφτηκε για πάντα.
Τη χαρά του Χριστού την φυλάσσουμε για τον εαυτό μας, μεριμνώντας από φόβο μη φανερωθεί, μη ερμηνευθεί λάθος, μη λερωθεί από την επαφή με τον κόσμο. Αυτή η ευφροσύνη όμως, είμαι σίγουρος, όταν παραμένει αδιανέμητη, μετατρέπεται σε ένα σκουριασμένο κλειδί που ξεκλειδώνει τον θάλαμο της αυτοκαταδίκης. Πείθουμε τους εαυτούς μας ότι είμαστε οι υγιείς, οι «ἰσχύοντες», αυτοί που θεωρούν ότι δεν χρειάζονται τίποτα, κι έτσι, η τελευταία αναπνοή μας μετατρέπεται σε τρεμάμενη γέφυρα του χρόνου που συνδέει τη σήψη του “καλού ονόματος” με την αχρησιμοποίητη αιωνιότητα.
Ο Ιατρός αυτός, ο Κύριος, καθόρισε την αποστολή Του με απόλυτη σαφήνεια: «Οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ᾿ οἱ κακῶς ἔχοντες» (Ματθ. θ´ 12). Προσεγγίζει τους ασθενείς. Και προκειμένου να μην αφήσει καμία έλλειψη αμφιβολίας για τη μέθοδό Του, συμπληρώνει την τρομακτική δήλωση για τους Φαρισαίους: «πορευθέντες δὲ μάθετε τί ἐστιν, Ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν» (Ματθ. θ´ 13). Επιζητά έλεος. Η θυσία η δική μας όμως συνίσταται σε μια παράσταση, ένα εξωτερικό επίτευγμα, ένα θέατρο ευσέβειας, την ώρα που το έλεος του Χριστού απαιτεί την ακατανόητη, τη δύσκολη και την ακατάστατη αναγνώριση της κοινής νόσου, της κοινής συντριβής.
Υφίσταται κάτι βαθιά παράδοξο και τρομακτικό που το βλέπουμε καθημερινά στη ζωή μας, ή ακόμα χειρότερα το κάνουμε πράξη. Εκείνοι που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη για τον Ιατρό, είναι συχνά εκείνοι που διατηρούν απόλυτη πεποίθηση για την υγεία τους. Αυτοί νομίζουν ότι εξουσιάζουν την αλήθεια, έχοντας οικοδομήσει έναν ηθικό βίο, αδιαπέραστο, και κατανοούν τους άλλους με αποστροφή ή οίκτο. Η απάτη του ηθικισμού είναι ένα διαμάντι φτιαγμένο από μολυσμένο αίμα, το οποίο ανακλά μόνον τον φόβο της αποκάλυψης της αλήθειας. Η βεβαιότητά τους, αυτή η μόνη βεβαιότητα, είναι η ίδια η ασθένεια. Η «δικαιοσύνη» τους αναδεικνύεται ως το κυριότερο εμπόδιο. Φορούν τα φαρισαϊκά ρούχα, τα ακριβά, τα όμορφα, τα καλοσιδερωμένα, αλλά αυτά τα υφάσματα είναι βαρύτιμες, επίσημες αλυσίδες, οι οποίες πνίγουν τη σάρκα της ουσίας…
Η αυτό-διάγνωση της υγείας αποτελεί το μοιραίο σφάλμα, καθώς λειτουργεί ως αναισθησία που σταματά τον πόνο και εγγυάται τη νέκρωση. Μάλλον η λογική της σωτηρίας ξεκινά από την παραδοχή της πληγής, ακριβώς όπως ο Νικόλαος Δαμαλάς παρατηρεί στην αναλογία του για τον πάσχοντα: «ἐὰν τις νομίζῃ ἑαυτὸν ὑγιᾶ, ποτὲ βέβαια δὲν θέλει ζητήσει ἰατρόν».[2] Μήπως όμως εσύ αρνείσαι τη διάγνωση και συνεπώς τον Ιατρό, παρόλο που στέκεσαι στα πρώτα καθίσματα του ναού; Φαίνεται ότι είναι πολύ δύσκολο, για εσένα και για μένα, να δείξουμε την διάθεση να καθίσουμε στο τραπέζι με τους διάφορους Ματθαίους αυτού του κόσμου. Μάλλον αυτά συμβαίνουν επειδή η αμαρτία τους είναι ορατή και εκτεθειμένη, ενώ η δική μας είναι μονωμένη πίσω από ψευδεπίγραφη σιωπή, κοινωνική αποδοχή και θεολογική ορολογία.
Ο Κύριος όμως, να μην ξεχνούμε, εισήλθε στον κόσμο για τους αμαρτωλούς. Δεν υπάρχει άλλη αλήθεια. Μόνο αυτή. Είναι σκληρή για εμάς που περάσαμε τη ζωή μας προσπαθώντας ακριβώς να μη φαινόμαστε ως αμαρτωλοί, εστιάζοντας στην εικόνα μας αντί στην ουσία. Ανεγείραμε ένα φρούριο αρετής, και τώρα μας γνωστοποιείται ότι το ίδιο το φρούριο θα πέσει και θα πλακώσει την ψυχή μας. Ο Χριστός στέκεται και περιμένει, αναμένοντας να εξομολογηθούμε ότι ζούμε παγιδευμένοι μέσα στις ίδιες τις δομές που ανεγείραμε για την προστασία μας, για το καλό μας, οι οποίες τελικά επισκιάζουν τη δόξα Του.
Το μυστήριο του «αμαρτωλού» δείπνου συνεχίζεται, είτε λάβει την έγκρισή μας είτε όχι. Δεν θα μας ρωτήσουν. Διαδραματίζεται στα σκοτεινά σοκάκια και στις πληγωμένες οικίες. Στο βρώμικο παγκάκι με τον άστεγο, στο πεζοδρόμιο με τον τοξικομανή, σε μια φτηνή ταβέρνα με όσους η καλή κοινωνία αποβάλλει. Θα υπάρχουν πάντα Ματθαίοι που θα δέχονται το χέρι του Χριστού, όσο κι αν χαμογελούν ειρωνικά σαν οχιές καλοντυμένες οι σύγχρονοι Φαρισαίοι.
Ας κάνουμε υπομονή, θα δούμε τελικά όλοι, στην τελευταία μας αναπνοή, εκείνη την αδιάψευστη, υπέρτατη αξιολόγηση της ζωής μας, πόσες φορές δειπνήσαμε με του καθωσπρέπει αδελφούς Φαρισαίους και πόσες στο φτωχικό σπίτι με τον Χριστό και τους «αμαρτωλούς».
[1] Ιωάννης Χρυσόστομος, Τα Ευρισκόμενα Πάντα, εν Patrologiae Cursus Completus: Series Graeca, επιμ. Jacques-Paul Migne, τ. 59 (Paris: J.-P. Migne, 1862), 566.
[2] Νικόλαος Μ. Δαμαλάς, Περί Αρχών επιστημονικών τε και εκκλησιαστικών της ορθοδόξου θεολογίας (Εν Λειψίαι: Τύποις Όθωνος Βίγανδου, 1865), 127.
H αναδημοσίευση του παραπάνω άρθρου ή μέρους του επιτρέπεται μόνο αν αναφέρεται ως πηγή το ORTHODOXIANEWSAGENCY.GR με ενεργό σύνδεσμο στην εν λόγω καταχώρηση.
Ακολούθησε το ORTHODOXIANEWSAGENCY.gr στο Google News και μάθε πρώτος όλες τις ειδήσεις.