Γιατί ο Σωκράτης αρνήθηκε να παρακαλέσει για τη ζωή του ενώ μπορούσε να σωθεί: Τι προέβλεπε ο σχετικός νόμος στην αρχαία Ελλάδα
«Δεν μπορώ να πω με σιγουριά, φίλοι Αθηναίοι, πώς έχετε επηρεαστεί από τα λόγια των κατηγόρων μου. Αυτό που γνωρίζω με βεβαιότητα είναι ότι μίλησαν τόσο πειστικά, ώστε κατάφεραν σχεδόν να με κάνουν να ξεχάσω ποιος ήμουν…».
Βρισκόμαστε στην αρχαία Αθήνα του έτους 399 π.Χ. Ο Σωκράτης, ένας από τους σημαντικότερους και επιδραστικότερους φιλοσόφους της παγκόσμιας Ιστορίας, ξυπόλυτος ως συνήθως και ντυμένος με έναν φθαρμένο μανδύα, έχει σηκωθεί προκειμένου να απευθυνθεί σε ένα σώμα ενόρκων, αποτελούμενο από αρκετές εκατοντάδες Αθηναίους άνδρες, οι οποίοι έχουν στριμωχτεί σε μια αίθουσα δικαστηρίου ενώπιόν του.
Η δίκη γίνεται στην Αγορά, το κέντρο της Αθήνας. Πολλοί από τους παρισταμένους με δυσκολία συγκρατούν την οργή τους ακούγοντας τον 70χρονο κατηγορούμενο με τα πεταχτά μάτια, τη μικρή μύτη, το φαλακρό κεφάλι και τα πεταχτά χείλη που προεξέχουν ανάμεσα από τα γένια του. Δεν τους αρέσει η όψη του και δεν τον εμπιστεύονται. Παρ’ όλα αυτά εκείνος τους κοιτάζει επίμονα κα μιλάει υπερήφανα και με αυτοπεποίθηση.

Οι κατηγορίες εναντίον του
Ο ιδρυτής της Δυτικής φιλοσοφίας κατόπιν μήνυσης του ποιητή Μέλητου που αιτήθηκε την επιβολή της θανατικής ποινής, κατηγορείται για:
– Άρνηση της επίσημης θρησκείας του κράτους και ασέβεια προς τους θεούς. Ειδικότερα, επικρίνεται για άρνηση του ανθρωπομορφισμού των θεών της αρχαιοελληνικής θρησκείας, καθώς απέρριπτε την πεποίθηση ότι οι θεοί, όπως και οι άνθρωποι, μπορούσαν να τελούν κακές πράξεις.
– Λατρεία καινούργιων, ψεδών θεών (καινά δαιμόνια). Του χρεώνεται η πίστη σε ένα εσωτερικό δαιμόνιο, μια «φωνή» που έδρευε μέσα του και τον καθοδηγούσε (σ.σ. οι κατήγοροι υποστήριξαν ότι ο ίδιος θεωρούσε αυτή τη φωνή θεϊκή και συνεπώς, λάτρευε καινούργιους, πλαστούς θεούς – εξού και ο όρος «καινὰ δαιμόνια»).
– Διαφθορά των νέων της εποχής λόγω της ενδεχόμενης ανατρεπτικής διδασκαλίας του.

Οι 500+1 ένορκοι
Όλα έδειχναν πως η απολογία δεν θα εξασφάλιζε την αθώωσή του. Θα κρινόταν ένοχος κατά πλειοψηφία από το σώμα των 500 συν ενός (για να αποφευχθεί η ισοψηφία) ενόρκων Αθηναίων ανδρών που προέκυψαν κατόπιν κλήρωσης και είχαν καταφθάσει εκείνο το πρωινό στην Ηλιαία, το ανώτατο δικαστήριο της πόλης. Το ερώτημα είναι; Θα μπορούσε ο μέγιστος φιλόσοφος να αποφύγει τη θανατική ποινή που όριζε γι’ αυτόν την κατάποση μιας ικανής ποσότητας φυτικού δηλητηρίου που είχε παρασκευαστεί από το φυτό κώνειο; Κι όμως ναι! Ήταν στο χέρι του να αποφύγει τη διαδικασία. Προτίμησε όμως να μην το πράξει, προκειμένου να εκτελεστεί η καταδικαστική απόφαση.
Το χρονικό εκείνης της απόφασης και το σκεπτικό του φιλόσοφου πίσω από αυτή τη δραματική επιλογή που του στοίχισε τη ζωή, αναφέρεται αναλυτικά στο νέο βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Key Books, υπό τον τίτλο «Πώς να σκέφτεσαι σαν τον Σωκράτη – Η αρχαία φιλοσοφία ως τρόπος ζωής στον σύγχρονο κόσμο». Συγγραφέας είναι ο Σκωτσέζος Donald J. Robertson, ψυχοθεραπευτής γνωσιακής – συμπεριφορικής προσέγγισης, με σπουδές στη φιλοσοφία, ο οποίος παρεμπιπτόντως επισκέπτεται και συχνά την Ελλάδα.
Τι θα θέλατε να αντιπροσωπεύει η ζωή σας;
Όπως γράφει χαρακτηριστικά: «Φανταστείτε ότι βρίσκεστε αντιμέτωποι με την εκτέλεση, όπως ο Σωκράτης. Ίσως μάλιστα η ζωή σας να κρίνεται, και ενδεχομένως να καταδικάζεται, από τους συνανθρώπους σας. Χάριν της συζήτησης, ας υποθέσουμε ότι η απόφαση είναι ειλημμένη και δεν έχει νόημα να προσπαθήσετε να πείσετε τους ενόρκους να σας αθωώσουν. Ανατρέχοντας στη ζωή σας, τι θα είχε μεγαλύτερη σημασία για εσάς; Με άλλα λόγια, τι θα θέλατε να αντιπροσωπεύει η ζωή σας;». Ο καθένας μας σε αυτό το σημείο δίνει τη δική του απάντηση.
Και συνεχίζει ο συγγραφέας: «Ας προχωρήσουμε παρακάτω. Όπως ο Σωκράτης, έτσι κι εσείς φέρνετε το ποτήρι με το κώνειο στα χείλη σας, έτοιμοι να πιείτε τη μοιραία γουλιά που θα κλείσει οριστικά τα μάτια σας. Φανταστείτε ότι αυτές είναι οι τελευταίες σας στιγμές. Σταματήστε και σκεφτείτε τι σας φάνηκε ως το πλέον σημαντικό σε ολόκληρη την πορεία της ζωής σας. Αν αισθάνεστε αμφιβολία για το πώς να απαντήσετε, χρησιμοποιήστε αυτή την ερώτηση προκειμένου να εντοπίσετε ένα στοιχείο: Τι κάνατε στον περισσότερο χρόνο σας; Ο χρόνος είναι ένα από τα σπουδαιότερα περιουσιακά μας στοιχεία. Σε τι πραγματικά επενδύσατε τον χρόνο σας χτες και προχτές; Πόσο σημαντικές νομίζετε ότι ήταν πραγματικά αυτές οι δραστηριότητες, όπως φαντάζεστε να τις αναπολείτε από το τέλος της ζωής σας;»

Πόσο χρήσιμο είναι 1.000.000 δολάρια όταν βρίσκεται στα πρόθυρα του θανάτου;
Κατά τον Doland Robertson: «Η επιδίωξη του πλούτου είναι εύκολο να εξεταστεί από αυτή την οπτική γωνία. Όπως λέει και το ρητό, στο τέλος τα λεφτά δεν τα παίρνεις μαζί σου. Πόσο χρήσιμο θα ήταν ένα εκατομμύριο δολάρια στον τραπεζικό σας λογαριασμό, την ώρα που βρίσκεστε στα πρόθυρα του θανάτου; Ας υποθέσουμε ότι είναι πολύ αργά για να το διαθέσετε, είτε σοφά είτε ανόητα. Από τη στιγμή που ξέρετε ότι ο χρόνος σας έχει τελειώσει, είναι προφανές ότι το ίδιο το χρήμα παύει να έχει την όποια εγγενή αξία. Αυτό που έχει σημασία, αν μη τι άλλο, είναι το πώς επιλέγουμε να αξιοποιήσουμε το χρήμα. Πολλά από τα πράγματα που μας φαίνονται πολύτιμα σε όλη τη διάρκεια της ζωής εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία. Τα αποθηκεύουμε με την ελπίδα να τα αξιοποιήσουμε κάποια στιγμή, σε πρώτη ευκαιρία, όμως δεν έχουν πραγματική αξία αν δεν χρησιμοποιηθούν με σύνεση».
Και αναφέρει ακολούθως: «Στην εποχή μας, μπορούμε να ποσοτικοποιήσουμε τη φήμη ακόμη πιο απλά από ό,τι τον πλούτο. Ενδεχομένως να μετράτε ένα εκατομμύριο ακολούθους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Φανταστείτε, λοιπόν, να βρίσκεστε στο νεκροκρέβατό σας και να αναρωτιέστε: Αυτό το πράγμα, από μόνο του, προσέδιδε αξία στη ζωή; Η φήμη, όπως και ο πλούτος, αποτελούν στην καλύτερη περίπτωση απλώς ένα μέσο για την επίτευξη ενός σκοπού. Σας προσφέρει τη δυνατότητα να επηρεάσετε πολλούς ανθρώπους. Αν όμως δεν χρησιμοποιήσατε ποτέ τη φήμη σας για κάποιο καλό σκοπό, για ποιο λόγο ξοδέψατε χρόνο, προκειμένου να την αποκτήσετε; Και τι γίνεται, εφόσον αυτό ισχύει για τα περισσότερα από τα πράγματα που φαντάζουν πολύτιμα στην πλειοψηφία των ανθρώπων; Τι γίνεται, εφόσον γεννηθήκαμε σε μια κοινωνία η οποία συγχέει διαρκώς τη φαινομενική αξία με την πραγματική αξία;».
Πράγματα που φανταζόμαστε σημαντικά έχουν μόνο δυνητική αξία
Ο συγγραφέας αναρωτιέται: «Τι γίνεται με την αναζήτηση της γνώσης; Αυτή φαντάζει σε πολλούς ανθρώπους ως στόχος ευγενέστερος από την απόκτηση πλούτου και φήμης. Είναι, όμως, όλες οι γνώσεις εξίσου πολύτιμες; Υπήρξε ποτέ άνθρωπος που τα τελευταία του λόγια να ήταν: «Μακάρι να είχα προλάβει να δω όλα τα DVD με τη σειρά «Τα Φιλαράκια», ώστε να ξέρω πώς τελειώνει η σειρά!»; Τι γίνεται με τη γνώση του πώς να βοηθήσει κανείς τους ανθρώπους μέσω της μελέτης της επιστήμης ή της ιατρικής; Τι αξία έχει αυτή, ή οποιαδήποτε άλλη γνώση, αν δεν την εφαρμόσεις στην πράξη και αν δεν το κάνεις με σύνεση; Όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με τη δική μας θνητότητα, συχνά φαίνεται προφανές, εκ των υστέρων, ότι πολλά από τα πράγματα που φανταζόμασταν ότι ήταν σημαντικά είχαν μόνο δυνητική αξία. Αυτό που έχει σημασία είναι το πώς τα χρησιμοποιούμε πριν τελειώσει ο χρόνος μας.
Δεν χρειάζεται να έρθετε αντιμέτωποι με την εκτέλεση, προκειμένου να το διαπιστώσετε αυτό. Γιατί; Επειδή ο Σωκράτης το έχει ήδη κάνει για λογαριασμό σας. Ο Σωκράτης, κατά τη διάρκεια της δίκης του, παρουσιάζει τον εαυτό του ως έναν άνθρωπο που ήταν πρόθυμος να ζήσει σε σχετική φτώχεια και να διακινδυνεύσει να αποκτήσει ισχυρούς εχθρούς, προκειμένου να συνεχίσει τη φιλοσοφική του αποστολή. Ακόμη και όταν γνώριζε ότι η ζωή του επρόκειτο να τελειώσει, εξακολουθούσε να θεωρεί τη σοφία απροσμέτρητα σημαντικότερη από ό,τι πράγματα όπως ο πλούτος και η φήμη. Επομένως, θα πρέπει να αναρωτηθούμε, όπως ρώτησε κι εκείνος τους ενόρκους, αν έχουμε κατά κάποιο τρόπο εξαπατηθεί καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας, ώστε «να υποτιμούμε το σπουδαιότερο και να υπερτιμούμε το πιο ασήμαντο».

Βελτίωση του εαυτού μας
Η φιλοσοφία για τον Σωκράτη ήταν, πρώτα απ’ όλα, μια διαδικασία βελτίωσης του εαυτού μας μέσω της κριτικής εξέτασης των βαθύτερων αξιών μας. Πίστευε ότι ο σκοπός της ίδιας της ζωής είναι να συζητάμε καθημερινά για την αρετή ή τη βελτίωση του χαρακτήρα μας, επειδή «δεν αξίζει να ζεις μια ζωή ανεξερεύνητη». Μετά τη δίκη του, υπενθύμισε στους φίλους του να συνεχίσουν να αμφισβητούν τους εαυτούς τους και τους άλλους, χωρίς να εξαιρέσει ούτε τους δικούς του γιους, προκειμένου να απαλλαγούν από τις διανοητικές επάρσεις, ιδίως αν έδειχναν να νοιάζονται περισσότερο για τον πλούτο παρά για τη σοφία».
Το αποτέλεσμα της δίκης είναι γνωστό σε όλους. Οι ένορκοι αποφάσισαν αν του επιβληθεί η θανατική ποινή. Σύμφωνα με τον αθηναϊκό νόμο, ο καταδικασμένος είχε τη δυνατότητα να προτείνει εναλλακτική ποινή αντί της θανατικής. Οι περισσότεροι κατηγορούμενοι σε τέτοιες περιστάσεις επέλεγαν να εμφανιστούν συγκινημένοι μπροστά στους ενόρκους, να οδηγήσουν τη σύζυγο και τα παιδιά τους στην αίθουσα, ελπίζοντας ότι το θέαμα της ανθρώπινης ευαλωτότητας θα προκαλούσε οίκτο. Η εξορία ήταν μια συνηθισμένη λύση – ένα τίμημα βαρύ, αλλά που σου διασφάλιζε τη ζωή.
Δεν ικέτευσε για να σώσει τη ζωή
Όμως ο Σωκράτης δεν ακολούθησε την οδό της ικεσίας. Η οικογένειά του απουσίαζε από το δικαστήριο, κάτι που από μόνο του μαρτυρούσε πως δεν σκόπευε να ζητήσει επιείκεια. Μίλησε ήρεμα, χωρίς υπερβολές από το εδώλιο του κατηγορουμένου, εξηγώντας ότι είναι άνθρωπος με συναισθήματα και αγάπη για τους δικούς του, «φτιαγμένος από σάρκα και αίμα». Κι όμως, δεν θα παρακαλούσε. Δεν άντεχε, όπως είπε, να ταπεινώσει τον εαυτό του και να εκλιπαρεί με κλάματα και λυγμούς, επειδή αυτό περίμενε το δικαστήριο. Προτιμούσε να παραμείνει συνεπής στο ήθος και στη στάση ζωής του.
«Καλύτερα να πεθάνω μιλώντας με τον δικό μου τρόπο», φέρεται να είπε, «παρά να ζήσω εκφραζόμενος με λόγια που δεν μου ανήκουν». Αυτή η ξεκάθαρη στάση προκάλεσε αμηχανία και δυσαρέσκεια. Η συνέχεια ήταν ακόμη πιο απροσδόκητη: αντί να προτείνει την εξορία, όπως ο νόμος και η λογική θα υπαγόρευαν, ο Σωκράτης δήλωσε ότι «η δίκαιη τιμωρία» του θα ήταν να του εξασφαλίσει η πόλη… σίτιση εφ’ όρου ζωής στα δημόσια συσσίτια – τιμή που προσφερόταν συνήθως στους νικητές αθλητικών αγώνων. Η πρότασή του έμοιαζε, στα αυτιά των ενόρκων, όχι απλώς παράτολμη, αλλά προσβλητική.
Αργότερα, ύστερα από προτροπές φίλων, δέχθηκε να προτείνει ως ποινή ένα πρόστιμο, τριάντα ασημένιων νομισμάτων. Όμως ήταν πλέον αργά. Η προηγούμενη στάση του είχε θεωρηθεί αλαζονική. Όταν ήρθε η ώρα της δεύτερης ψηφοφορίας, ακόμη περισσότεροι ένορκοι ψήφισαν υπέρ της θανατικής ποινής απ’ ό,τι είχαν ψηφίσει υπέρ της ενοχής.
Από νομικής πλευράς λοιπόν, ο Σωκράτης είχε το δικαίωμα να αιτηθεί την άδεια να εγκαταλείψει την Αθήνα και να ζήσει στην εξορία, αλλά δεν το άσκησε. Αντιθέτως, ζήτησε είτε να του παρέχει η πόλη δωρεάν σίτιση και στέγαση για όσα της προσέφερε, είτε να του αφαιρεθεί το χρηματικό του απόθεμα
Τις περίπου 30 ημέρες που παρέμεινε έγκλειστος, μετά την καταδίκη του, αρνήθηκε κατηγορηματικά τις προτάσεις φίλων και μαθητών του να δραπετεύσει. Στον διάλογο του Πλάτωνα, «Κρίτων», αναφέρεται ότι οι μαθητές του θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν να αποδράσει, καθώς γνώριζαν τον φρουρό του και θα μπορούσαν να τον δωροδοκήσουν. Ωστόσο, ο φιλόσοφος φέρεται να αντέτεινε σε αυτές τις προτάσεις το ότι επωφελήθηκε ζώντας κάτω από τους νόμους της Αθήνας για 70 χρόνια και πως εάν τους παραβίαζε, επειδή αυτοί έδρασαν εις βάρος του, θα ήταν συμφεροντολόγος. Η αδικία, σύμφωνα με το σκεπτικό του, θα πρέπει να αποφεύγεται σε κάθε περίσταση.

Σύγκρουση ανάμεσα στις συμβάσεις και στην αμφισβήτηση
Για πολλούς από όσους ένορκους έκριναν τη ζωή του, ο Σωκράτης δεν ήταν τίποτε περισσότερο από έναν προκλητικό γέροντα που αμφισβητούσε ό,τι οι ίδιοι θεωρούσαν ιερό και αδιαμφισβήτητο. Οι φήμες, οι σάτιρες των κωμωδιών της εποχής και η καχυποψία προς την κριτική σκέψη, δημιούργησαν μια εικόνα επικίνδυνη στα μάτια τους. Στην πραγματικότητα, ελάχιστοι γνώριζαν πραγματικά τον άνθρωπο που στέκονταν μπροστά τους.
Η καταδίκη του Σωκράτη δεν ήταν μόνο μια δικαστική απόφαση. Ήταν σύγκρουση ανάμεσα σε δύο τρόπους ζωής: τον τρόπο του φόβου και των συμβάσεων, απέναντι στον τρόπο της σκέψης και της αμφισβήτησης. Κι εκείνος διάλεξε να μείνει πιστός σε αυτό που πίστευε μέχρι το τέλος. Η ιστορία αυτή έμελλε να γίνει θεμέλιο της φιλοσοφίας. Όχι μόνο για όσα είπε ο Σωκράτης όσο ζούσε, αλλά για τον τρόπο που επέλεξε να πεθάνει: με αξιοπρέπεια και πιστότητα στον ίδιο του τον λόγο. Ένα τέλος που δεν σήμανε τη σιωπή του, αλλά την αρχή της αιώνιας παρουσίας του στη σκέψη του κόσμου.