ΝΕΑ

Προδημοσίευση από το νέο βιβλίο του Ζοέλ Λοπίνο «Νετλέπι»

Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον; Η σελήνη έστεκε στη μέση του ουρανού ασάλευτη και ολόλευκη. Έμοιαζε με γιγάντια σφαίρα παγιδευμένη στον πάγο. Τα αστέρια είχαν μουδιάσει κι αυτά θαρρώ, σαν του λόγου μας. Δε χόρευαν στο σκοτάδι, όπως το προηγούμενο βράδυ. Έτσι μου φάνηκε τουλάχιστον. Ακόμη και τα σπλάχνα μου είχαν παγώσει. Ο χρόνος είχε καθίσει απάνω μας σαν βαρύς σωρός από χιόνι. Δεν καταλάβαινα αν είχα ξεπαγιάσει από το κρύο ή από τον θάνατο που μας τριγύριζε.

 

Όρθιος στο φως του φεγγαριού, με τα πόδια ανοιχτά για να μην τρεκλίσει, ολότελα αποκαμωμένος, ο πατέρας στράφηκε στον ουράνιο θόλο με παράπονο κι άρχισε να
παραμιλά. Τα ’βαλε με τον ίδιο τον Θεό. «Γιατί με τιμωρείς, άτιμε Θεέ; Δε σε πρόδωσα ποτέ, δεν αλλαξοπίστησα, όπως έκαμαν πολλοί συντοπίτες μου, κι όμως σήμερα με καταδίκασες σαν τον χειρότερο αμαρτωλό. Έμπηξες το μαχαίρι σου στα σπλάχνα μου και μου ξερίζωσες την καρδιά. Γιατί τους πήρες όλους από μένα;» γρύλισε μ’ έναν βουβό λυγμό και έσφιξε τη γροθιά του.

«Την κυρά μου, τα μικρά μου όλα… Και τώρα τι απαιτείς του λόγου μου να κάνω; Οι θυγατέρες μου τι σου έφταιξαν;» Οι ψαρές του μουστάκες έτρεμαν. Τις τράβηξε με βία,
περισσότερο θαρρώ για να ισιώσει τα μέσα του. Μα πώς να γίνει τούτο, όταν ετοιμάζεσαι να κάνεις κείνο που πρέπει; Ο κύρης μου στριφογύρισε αργά και κοντοστάθηκε για
λίγο στο κατώφλι της ερειπωμένης στάνης, όπου οι κοπέλες είχαν πέσει για ύπνο από νωρίς.

 

Εμείς παραφυλάγαμε μην τυχόν ζυγώσουν οι εχθροί, όταν εκείνος με ξάφνιασε. Το βλέμμα του σύρθηκε στοργικά πάνω στις δυο αδερφές μου και τα καταγάλανα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Κρυβόταν από μένα, αλλά τα είδα, όμοια με μεγάλα μεστά κορόμηλα, να μπλέκονται μέσα στα πυκνά ματοτσίνορά του που σαν φράχτης τα συγκρατούσαν. Ποιος το ανέμενε
απ’ τον αφέντη που ποτέ δεν χαμογελούσε σε κανένα μας, που ποτέ δεν μας είπε μια καλή κουβέντα; Πρώτη φορά τον έβλεπα να λυγίζει. Ναι, είχε καλοσύνη μέσα του…

Διπλοκλονίστηκα. Ο πατέρας ήταν άνθρωπος τελικά. Απόξω αρματωνόταν με χάλυβα, αλλά το αίμα τρικύμιζε μέσα του. Κοίταξα τις αδερφές μου με τη σειρά μου. Χίμηξε η θλίψη τότε και σβούρισε στην καρδιά μου. Πνίγηκα από τα δάκρυα κι εγώ. Αν και ήτανε τυλιγμένες στα χοντρά τσόχινα ρούχα τους και κοιμούνταν σιμά σιμά, τουρτούριζαν και ριγούσαν θαρρείς κι είχαν πυρετό. Θα ήταν από τον εφιάλτη που είχαμε ζήσει πριν από μια φούχτα ώρες, θαρρώ.

hlektragr

Recent Posts

Έρχεται το γαστρονομικό φεστιβάλ Taste of Loutraki

  To Taste of Loutraki -The Corinthian Food Festival, ένα φεστιβάλ που φέρνει σε επαφή…

7 ώρες ago

Κορινθία: Παίζοντας «Τα μυστικά του Οφέλτη» για τη Διεθνή Ημέρα των Μουσείων

    H Εφορεία Αρχαιοτήτων Κορινθίας γιορτάζει τη Διεθνή Ημέρα Μουσείων την Κυριακή 19 Μαΐου…

7 ώρες ago

Ηλεκτροκίνηση στη σιδηροδρομική γραμμή Κιάτο – Ροδοδάφνη

Εξελίσσεται βάσει του σχεδιασμού της ΕΡΓΟΣΕ, η υλοποίηση του σημαντικού σιδηροδρομικού έργου της ηλεκτροκίνησης στη…

7 ώρες ago

Κόρινθος: Νεαρή γυναίκα δεν πρόλαβε και γέννησε σε προαύλιο νοσοκομείου

Ένα απίστευτο αλλά και συνάμα ευχάριστο γεγονός συνέβη στο νοσοκομείο της Κορίνθου το βράδυ του…

7 ώρες ago

19 Μαϊου 1919: 105 χρόνια από την Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου

Η 19η Μαΐου αποτελεί, για τους απανταχού Έλληνες ποντιακής καταγωγής, μια ημέρα ορόσημο, ημέρα τιμής…

7 ώρες ago

Πύργος Κορινθίας: Την Κυριακή 19 Μαΐου τα 33α Κυριακίδεια

Διεξάγονται την Κυριακή 19 Μαίου 2024, τα 33α Κυριακίδεια, στον δήμο Ξυλοκάστρου – Ευρωστίνης. Πρόκειται…

9 ώρες ago