Ποιος  ήταν  

Φοίτησε στην Δημοτική Σχολή της γενέτειράς του, συνέχισε στην Πατμιάδα Εκκλησιαστική Σχολή και σπούδασε την «ιεράν επιστήμην» στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης.

Χειροτονήθηκε Διάκονος την 16ην Απριλίου 1960, από τον μακαριστό Μητροπολίτη Ρόδου κυρό Σπυρίδωνα στην Ιεράν Μονήν Αγίας Τριάδος Χάλκης και με τον βαθμό αυτόν απεστάλη υπό του αοιδίμου Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρου εις Νεάπολιν της Ιταλίας. Υπηρέτησε μεταξύ των ετών 1961-1996 ως Διάκονος, Πρεσβύτερος και Επίσκοπος στην ιστορική εκκλησία των Αγίων Πέτρου και Παύλου της Αδελφότητος των Ελλήνων τω Έθνει εν Νεαπόλει.

Συμπλήρωσε τις σπουδές του στην Κοινωνιολογία και την Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο Νεαπόλεως, , καθώς και στη Ποντηφική Θεολογική Σχολή Νοτίου Ιταλίας, όπου ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ Θεολογίας (Δεκέμβριος 1970).

Το θέμα της διδακτορικής εργασίας του στην Ιταλική γλώσσα, «Η προσφορά του Οικουμενικού Πατριαρχείου διά την ενότητα των χριστιανών», αποτελεί το πρώτο ιστορικό πόνημα που γράφηκε στο  κέντρο του Ρ.καθολικισμού από Έλληνα Ορθόδοξο Κληρικό μετά από αιώνας, σχετικά με την προσφορά και τον ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Τον Μάρτιον του 1999 ανεκηρύχθη Διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Το θέμα της διατριβής του: «Οι Έλληνες Ορθόδοξοι της Καμπανίας από της Αλώσεως μέχρι της ενώσεως της Ιταλίας και του Γκαριμπάλδη» είναι εξαίρετον και πολύτιμον έργον διά τους αγώνας της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού εις την Μεγάλην Ελλάδα. Εδίδαξεν, επί μίαν δεκαετίαν, Πατερικήν Θεολογίαν εις το Πανεπιστημιακόν Ινστιτούτον του Αγίου Νικολάου εν Βάρη.

Κατά το διάστημα της πεντηκονταετούς διακονίας του εις Ιταλίαν ανέπτυξεν αξιόλογον και αξιοθαύμαστον εκκλησιαστικόν, πνευματικόν και κοινωνικόν έργον, το οποίον υπήρξεν αιτία όπως τιμηθή αφ’ ενός μεν υπό της Ιταλικής Δημοκρατίας με το λαμπρότατον παράσημον του Ανωτέρου Ταξιάρχου, αφ’ ετέρου δε υπό του Δήμου Ρόδου με το Χρυσούν Μετάλλιον της Πόλεως, λόγω και της μεγάλης προσφοράς του προς τους Ροδίους και Δωδεκανησίους φοιτητάς, και γενικώς προς τους ομογενείς σπουδαστάς. Ωσαύτως, ετιμήθη με τον Χρυσούν Σταυρόν του Αγίου Δημητρίου, συνωδεύσας τα ιερά Λείψανα του Αγίου, από Ιταλίας εις Θεσσαλονίκην, ως εκπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Έλαβεν ενεργόν μέρος εις πολλά επιστημονικά συνέδρια και εκκλησιαστικάς αποστολάς και εκδηλώσεις ως εκπρόσωπος της Μητρός Εκκλησίας.

Την 26ην Νοεμβρίου 1970, προτάσει του Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρου, εξελέγη παμψηφεί Επίσκοπος Κρατείας, Βοηθός του αοιδίμου Μητροπολίτου Αυστρίας και Εξάρχου Ιταλίας κυρού Χρυσοστόμου, πρώτος Ορθόδοξος Επίσκοπος εις Ιταλίαν ύστερα από 275 έτη και, μάλιστα, διά πρώτην φοράν εχειροτονήθη Ορθόδοξος κληρικός με τον βαθμόν αυτόν εις Ιταλικόν έδαφος, παρουσία εκπροσώπων του Βατικανού και της Ιταλίας.

Την 26ην Αυγούστου 1996 εξελέγη παμψηφεί Μητροπολίτης Ιταλίας, ενθρονισθείς εις τον ιστορικόν Ναόν του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων Βενετίας την 27ην Οκτωβρίου του ιδίου έτους. Ίδρυσε 65 περίπου νέας ενορίας και κατά τα έτη της ποιμαντορίας του προσήλθον εις τους κόλπους της Ορθοδόξου Μητροπόλεως νέαι ενορίαι, νέοι κληρικοί, έλαβον υπόστασιν και ισχύν αι ανεπισήμως ιδρυθείσαι ενορίαι Βολωνίας, Παδούης, Πάρμας και Περούτζιας διά της εγκαταστάσεως μονίμων κληρικών και τελέσεως παςών των Ορθοδόξων ακολουθιών. Ίδρυσε πέντε νέας μονάς, επανασύστησε την «Ιεράν Μονήν του Αγίου Γεωργίου των εν Βενετία Ελληνίδων Ευγενών Μοναχών» και εστερέωσεν αυτήν εις τους κόλπους της Ορθοδόξου Μητροπόλεως με την λατρείαν και τας πνευματικάς συναντήσεις. Κατώρθωσε δε, όλως ιδιαιτέρως, χάρις, αφ’ ενός μεν, εις τας αόκνους και φρονίμους ενεργείας του να πραγματοποιήση την Intesa (Συμφωνίαν) μεταξύ του Ιταλικού Κράτους και της Ορθοδόξου Μητροπόλεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αφ’ ετέρου δε, χάρις εις την στενήν αυτού συνεργασίαν μετά του Ποντηφικού Συμβουλίου και του Βικαριάτου, αλλά και χάρις εις την συνεχή και συνετήν παρακολούθησιν του όλου θέματος, να επιτύχη την απόκτησιν της μεγαλοπρεπούς εκκλησίας του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος, ακριβώς εις το κέντρον των αρχαιοτήτων της Ρώμης (Μάιος 2004).

Ανεγέννησε την Ορθοδοξίαν εις το κέντρον του Ρ.καθολικισμού και, διά των συνεχών και σπουδαίων ποιμαντορικών περιοδειών του, από την μίαν πλευράν διδάσκει εις τας καρδίας του λαού την Οικουμενικότητα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ώστε να γίνη τούτο συνείδησις και βίωμα αυτού, από την άλλην δε η εκκλησιαστική αυτή επαρχία της Μητρός Εκκλησίας να απολαμβάνει κύρους και παρρησίας, πνευματικής και κοινωνικής ισχύος εις τας συντηρητικάς και παραδοσιακάς ρωμαιοκαθολικάς χώρας της Ιταλίας και Μελίτης.

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος κατά την επίσκεψίν του εις την ιστορικήν Εκκλησίαν και Αδελφότητα των Αγίων Πέτρου και Παύλου των Ελλήνων τω Έθνει, εις Νεάπολιν Ιταλίας (Οκτώβριος 2007), είπε τα κατωτέρω, αναφερόμενος προς τον Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Ιταλίας και Μελίτης κ. Γεννάδιον: «… μετά πλείστης αγάπης και πιστότητος προς την Μητέραν Εκκλησίαν και γνησίου εκκλησιαστικού φρονήματος, εργάζεσθε επί πλείστα έτη ιεραποστολικώς εις το ποίμνιον υμών, διακρινόμενος διά τα πολλά και ποικίλα χαρίσματα τα οποία κοσμούν την προσωπικότητα της υμετέρας Σεβασμιότητος, μεγαλύτερα των οποίων είναι το ταπεινόν και μειλίχιον, το ήρεμον και το πράον του χαρακτήρος υμών, αλλά το μείζον πάντων είναι η αγάπη και η πιστότης υμών προς την Μητέραν Εκκλησίαν και το εκκλησιαστικόν υμών φρόνημα, το οποίον τιμάτε και διά το οποίον τιμώμεν υμάς».