Στην ελληνική Ιστορία υπάρχουν ημερομηνίες που ενώ όλοι ξέρουν τι έχει συμβεί κανένας δεν θέλει να τις θυμάται, αλλά και ημερομηνίες που, στην κυριολεξία, δεν υπάρχουν… Μιλάμε για το διάστημα μεταξύ 16-28 Φεβρουαρίου 1923, όπου όσο και να ψάξουμε δεν πρόκειται να βρούμε να συμβαίνει κανένα σημαντικό ή αδιάφορο γεγονός, όπως και να μην έχει γεννηθεί ή πεθάνει κανένας Ελληνας ή Ελληνίδα.
Αυτά τα περίεργα, αλλά καθόλου μεταφυσικά, δεν συμβαίνουν γιατί σταματά ο χρόνος, ούτε γιατί η χώρα μπαίνει στη «Ζώνη του Λυκόφωτος», αλλά γιατί τότε εισάγεται η νέα μέθοδος μέτρησης των ημερομηνιών, το λεγόμενο Γρηγοριανό Ημερολόγιο.
Διαφορά 13 ημερών
Το ζήτημα αλλαγής του υπάρχοντος ημερολογίου τίθεται πρώτη φορά στα μέσα του 19ου αιώνα. Μέχρι τότε χρησιμοποιείται το Ιουλιανό, που έχει 13 ημέρες διαφορά από το Γρηγοριανό, που ισχύει στη Δύση, και δημιουργεί ανισορροπία σε σχέσεις και συναλλαγές με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αλλωστε, το Ιουλιανό, που καθιερώνεται το 45 π.Χ. από τον Ιούλιο Καίσαρα, έχει αρκετά προβλήματα, αφού είναι αποτέλεσμα περισσότερο των απαιτήσεων του Ρωμαίου αυτοκράτορα, παρά μαθηματικών συσχετισμών.
Τη διαφορά των 13 ημερών με τη Δύση την έχει όλος ο ορθόδοξος κόσμος, ως κατάλοιπο του Σχίσματος των Εκκλησιών. Το 1895 ο Πατριάρχης Ανθιμος Ζ’ ρίχνει γέφυρες με τη Δύση μιλώντας για «πόθους και ευχάς υπέρ ενός ενιαίου ημερολογίου δι’ άπαντας τους χριστιανικούς λαούς». Το 1903 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος ακολουθεί τις εξελίξεις και ύστερα από ερώτημα του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ Γ’ σε συνεργασία με τη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστήμιου Αθηνών αποφασίζει ότι: «…αι ορθόδοξοι Εκκλησίαι εν συνεννοήσει μετ’ αλλήλων και μετά της πολιτείας εκάστης αυτών δύνανται να επιχειρήσωσι την μεταρρύθμισιν του νυν εν χρήσει παρ’ ημίν ημερολογίου συμφώνως προς τας προόδους και τα πορίσματα της αστρονομικής επιστήμης». Το 1919, ύστερα από γνωμάτευση ειδικής επιτροπής, η Ιερά Σύνοδος αποφασίζει –παμψηφεί, μάλιστα- ότι: «Η μεταβολή του Ιουλιανού Ημερολογίου, μη προσκρούουσα εις δογματικούς και κανονικούς λόγους, δύναται να γίνει. Η δε πολιτεία είναι ελευθέρα να δεχθεί το Γρηγοριανόν, ως ευρωπαϊκόν ημερολόγιον, της Εκκλησίας κρατούσης μέχρι του επιστημονικού ημερολογίου, το Ιουλιανόν».
Τα πράγματα δείχνουν να παίρνουν τον δρόμο τους, όταν στα τέλη του 1922 το καθεστώς Πλαστήρα–Γονατά, κι ενώ η χώρα βρίσκεται υπό το βάρος της Μικρασιατικής Καταστροφής, επαναφέρει αιφνίδια το θέμα με σύσταση επιτροπής που εισηγείται άμεση αλλαγή του ημερολογίου.
Ετσι, με νομοθετικό διάταγμα της 18ης Ιανουαρίου 1923, που δημοσιεύεται πέντε ημέρες μετά, η ελληνική Πολιτεία αντικαθιστά το Ιουλιανό Ημερολόγιο με το Γρηγοριανό, ορίζοντας τη 16η Φεβρουαρίου 1923 ως 1η Μαρτίου. Ουσιαστικά, δηλαδή, αφαιρεί 13 ημέρες από το ισχύον, μέχρι τότε, ημερολόγιο, ώστε να εναρμονιστούμε πλήρως με το νέο. Το ζήτημα όμως δεν λύνεται, αφού η αιφνίδια επιβολή του νέου ημερολογίου ισχύει μόνο για την Πολιτεία αλλά όχι για την Εκκλησία, που δεν έχει ακόμα πειστεί. Η ξαφνική κυβερνητική απόφαση και η εκκλησιαστική αντίθεση δημιουργούν αρκετά τραγελαφικά προβλήματα, με διπλές θρησκευτικές εορτές, ενώ η 25η Μαρτίου της ίδιας χρονιάς τιμάται ξεχωριστά από τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου…
Το χάος που επικρατεί υποχρεώνει την Εκκλησία να αναζητήσει λύση με συνεχείς διαβουλεύσεις με Πολιτεία και εκκλησιαστικά όργανα. Τελικά, συναινεί στην αλλαγή ύστερα από αρκετούς μήνες, αφού πρώτα παίρνει την έγκριση του Πατριαρχείου, το οποίο κρίνει πως οι ημερολογιακές αλλαγές δεν θίγουν δογματικές αρχές της ορθόδοξης πίστης. Ετσι, με νέα της ομόφωνη απόφαση, η Ιερά Σύνοδος επικυρώνει ουσιαστικά την απόφαση της Πολιτείας: «Λαμβάνουσα υπ’ όψιν την εκ της διαφοράς του εκκλησιαστικού ημερολογίου προς το επικρατήσαν ήδη πολιτικόν ημερολόγιον προερχόμενην σύγχυσιν παρά τω λαώ και την εκ ταύτης θρησκευτικήν βλάβην αυτού, ανταποκρινόμενη δε εις την πανταχόθεν εκδηλούμενην επιθυμίαν, αποφασίζει όπως αφομοιώση το εκκλησιαστικό ημερολόγιον προς το πολιτικόν…». Ο μόνος όρος που θέτει η Εκκλησία είναι οι αλλαγές αυτές να μην επηρεάσουν το λεγόμενο Πασχάλιο, δηλαδή την ημέρα εορτασμού του Πάσχα, που ακόμα και σήμερα γιορτάζεται με το παλαιό ημερολόγιο.
Μπορεί η Ιερά Σύνοδος να έχει συμφωνήσει ομόφωνα με τις αλλαγές, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η ημερολογιακή ανατροπή γίνεται αποδεκτή από όλους μέσα στον χώρο της Εκκλησίας. Μία σημαντική μερίδα πιστών αρνείται να ακολουθήσει τη νέα πραγματικότητα και ξεκινά ένα «εκκλησιαστικό αντάρτικο», που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, με τους λεγόμενους παλαιοημερολογίτες να θεωρούν πως το νέο ημερολόγιο αποτελεί εκτροπή της ορθόδοξης πίστης των Πατέρων της Εκκλησίας και μεταφορά της Ορθοδοξίας στο άρμα του Καθολικισμού. Ουσιαστικά, όμως, μέσα από τις αστρονομικές αντιμαχίες αναδεικνύονται βαθύτερες διαφορές της Ελλαδικής Εκκλησίας, που απλώς εκφράζονται μέσω της ημερολογιακής κόντρας.
Ρήξη με τους παλαιοημερολογίτες
Η ρήξη δεν αργεί να έρθει, με αποτέλεσμα οι υποστηρικτές του παλαιού ημερολογίου να δημιουργούν δική τους Εκκλησία και να εκλέγουν δικό τους Αρχιεπίσκοπο, με πρώτο τον πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομο Καβουρίδη. Πολλοί ιερείς, μάλιστα, το έχουν… δίπορτο και πηγαινοέρχονται μεταξύ του ενός και του άλλου ημερολογίου. Τα πράγματα εκτραχύνονται στη δικτατορία του Πάγκαλου, όταν ο τότε δικτάτορας επιχειρεί να επιβάλει βίαια στους παλαιοημερολογίτες τη νέα πραγματικότητα. Συλλήψεις και διωγμοί, όμως, φέρνουν αντίθετα αποτελέσματα, συσπειρώνουν τους παλαιοημερολογίτες και γιγαντώνουν τις αντιθέσεις των δύο πλευρών.
Μπορεί να μην υπάρχει καμία ουσιαστική διαφορά πίστης μεταξύ των δύο στρατοπέδων, αλλά αυτό δεν εμποδίζει τον φανατισμό των δύο πλευρών, με την επίσημη Εκκλησία να θεωρεί τους παλαιοημερολογίτες σχισματικούς και τους δεύτερους να μιλούν για «αιρετική Εκκλησία» θεωρώντας ότι η επιχειρούμενη μέσω του ημερολογίου προσέγγιση Ορθοδοξίας-Καθολικισμού οδηγεί στην αφομοίωση της πρώτης από τη δεύτερη.
Μετά το 1924 γίνονται πολλές προσπάθειες γεφύρωσης του χάσματος των δύο πλευρών, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Οι παλαιοημερολογίτες ακολουθούν τον δικό τους μοναχικό δρόμο, συσπειρώνοντας δίπλα τους ακραία θρησκευτικά συντηρητικά στοιχεία, που υπερθεματίζουν τη θρησκευτική «καθαρότητα» της Ορθοδοξίας.
Η πιο πρόσφατη γνωστή κόντρα τους έρχεται όταν ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κωστής Στεφανόπουλος, συναντιέται με τον Αρχιεπίσκοπο των παλαιοημερολογιτών, Χρυσόστομο Κιούση, ο οποίος αναφέρεται στα προβλήματά τους.
Η αντίδραση του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου είναι έντονη και δηλώνει ότι: «Οι παλαιοημερολογίτες αποτελούν μια σχισματική κατάσταση μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας μας και, επομένως, βλέπω η παρουσία των και μάλιστα σε τόσο υψηλό επίπεδο να δημιουργεί προβλήματα». Κάποιοι μητροπολίτες το συνεχίζουν: «Δεν είναι δυνατόν ο κ. Στεφανόπουλος να παίρνει μερικά πλαστά δεκαχίλιαρα και να τα διακινεί», κάνοντας, φυσικά, έξαλλο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.